Το συναντώ κάθε πρωί. Κάθε πρωί.
Μέχρι που είπα να του πιάσω κουβέντα:
– Είσαι κακοφορμισμένος. Σαν το παιγνίδι σου.
– Κι εσύ νομίζεις τη γλυτώνεις επειδή το δικό σου γυαλίζει; Δεν έχασε στιγμή.
– Πώς ζεις;
– Ζητιανεύω, όπως κι εσύ.
– Εγώ; Μα τι λες επιτέλους; Ποιος σε έφερε εδώ;
– 2 βλέμματα που άστραψαν μα τράβηξαν τη ματιά τους πριν σβήσει η λάμψη. Και τη ρίξανε λειψή στον τοίχο. Ζντουπ. Και να ‘μαι.
– Γι’ αυτό και το αριστερό σου χέρι;
– Ναι.
– Να γράφεις ξέρεις;
– Κουλαμάρες. Είπε και κάγχασε φτύνοντας μια αχνή αποφορά.
– Να διαβάζεις;
– Ναι, πήγα σχολείο.
– Μάλιστα. Και είσαι μόνος σου εδώ;
– Ναι, η μάνα μου δεν τραγουδά.
– Κι αν έρθουν να… αλλάξουν τον τοίχο;
– Τη βάψαμε! Γελώντας μέσα απ’ τα χείλη σα να το ζούσε για μια στιγμή.
– Σ’ ευχαριστώ για την κουβέντα. Έκανα να φύγω. Μόνο που εγώ δε ζητιανεύω.
– Α ναι; Ούτε εγώ. Ανταλλάσω.
– Δηλαδή;
– Εκείνοι μου δίνουν μισό ευρώ κι εγώ τη χαρά να προσφέρουν. Ή την ψευδαίσθηση της φιλανθρωπίας.
– Και όταν ο άλλος δε θέλει να σου δώσει κάτι; Όταν δε θέλει από σένα κάτι; Όταν δε σου δίνει καν σημασία; Τι κάνεις; Πώς νιώθεις;
– Τότε φίλε μου είναι ακόμα πιο απλό.
– Δηλαδή;
– Σε εκείνον που θέλει από σένα το απολύτως τίποτα, δώσ’ το του απλόχερα…
Μάλιστα. Του έγνεψα «γεια», έβαλα τα ακουστικά από το γυαλιστερό μου παιγνιδάκι, δυνάμωσα το volume και πήγα στη δουλειά μου.