Ξένοι τής ήταν οι θεοί ανέκαθεν. Κι ο δικός της ο παλιός και ο κατοπινός, του αντρός της. Μόνο που προτιμούσε τους μουσουλμάνους για δικούς της λόγους, βλέποντάς τους διπλωμένους στα τζαμιά, ν’ αναζητούν το Θεό στο χαλί. Λες και η πεμπτουσία του θεού ήταν μια σπάνια δυσδιάκριτη λεπτομέρεια στα σχέδια των χαλιών κι εκείνοι την έψαχναν αγωνιωδώς μες στο μαλλί και το μετάξι. […]
Την πλλήγωσαν οι απουσίες, τα θρησκεύματα, οι προφήτες, οι άγγελοι. Μόνο στους ανθρώπους σκάλωνε η περιέργια της και στην επίγεια ζωή. Δε διέθετε το τάλαντο της ταπείνωσης, δε θα έπλενε τα πόδια κανενός θεού, σιχαινόταν τα καμώματα του Πάπα με την επηρμένη ταπεινοφροσύνη να πλένει τις ποδάρες των καρδιναλίων. Τα διάβαζε στις γαλλικές εφημερίδες και αηδίαζε. Δεν άντεχε από παιδί τους μεγαλοπρεπείς ατζέντηδες του Θεού. Όμως αδιαφορούσε, υπολογίζοντας μόνο στις αγάπες που ακρωτηριάστηκαν άγαρμπα και σε τίποτ’ άλλο.