Σταματάει και παίρνει μια χούφτα πατάτες. Τις βάζει στο στόμα της όλες μαζί. Την κοιτάζω. Το στόμα της είναι μπουκωμένο με πατάτες. Μια απ’ όλες δεν έχει χωρέσει και ξεμυτίζει από την άκρη των χειλιών της. Τρώει σαν λιχούδικο παιδί. Πιστεύω πως ένας ακόμα λόγος που την αγαπάω είναι ο τρόπος που τρώει τις πατάτες. Εγώ χρησιμοποιώ πιρούνι. Δηλαδή χρησιμοποιούσα. Τώρα τις παίρνω κι εγώ με το χέρι, αλλά μία μία και ύστερα σκουπίζω τα δάχτυλα μου στη χαρτοπετσέτα. Απέναντι μου βλέπω ένα κόκκινο στόμα γεμάτο πατάτες, με μια να προεξέχει, δυο λακκάκια κάτω από δυο ρόδινες κηλίδες και θέλω σαν τρελός να τη φιλήσω.