Μια μέρα το χειμώνα το εικοσιτέσσερο, έκοβα πασσάλια για το φράχτη, θυμάμαι, κι έρχεται η Ρίνα, γκαστρωμένη στον Γιάννη, και μου λέει ήρθανε πρόσφυγες (από τη Μικρασία) στο χωριό κι είπε ο πρόεδρος να μαζευτείτε οι άντρες όσοι μπορείτε να πάτε να τους διώξετε γιατί άμα ‘ρθούνε δώθε θα μας πάρουν τα κτήματα. Τ΄ακούω και γίνομαι πυρ. Πήγαμε κείθε και τους καταστρέψαμε, ρε Γούσια, το καταλαβαίνεις; Πήγαμε κείθε, μου λέει, κι είχανε πλατάνια και φορέματα, κι άμα γυρίσαμε μεις πίσω στο χωριό, τα κορίτσια μας τα βρήκαμε ακόμα με τα σιγκούνια. Τους αναστατώσαμε, τους κάναμε ζημιά και τώρα που πέσανε στην ανάγκη μας τους κλωτσάγαμε σαν τα παρσαβούρια.
Γκιακ. [gak / γξιάκου] 1. Αίμα 2. Συγγένεια εξ αίματος 3. Φόνος που γίνεται για λόγους εκδίκησης 4. Φυλή [ΕΤΥΜ. Αρβανίτικα. Γκιακ < αλβανικά. Gjak]