
Θάλασσες, φύκια περιπλανώμενα από κύμα σε κύμα, φωνές αξεδιάλυτες, μπλεγμένες με αεράκι καλοκαιρινό και τσιτσίρισμα λαδιού σε τηγάνι με αφρόψαρα και καλαμαράκια, αντικατοπτρισμοί βράχων με πόδια αχινού και πεταλίδας, σύννεφα σαν γιγάντια χρυσάνθεμα… Στη μέση όλων αυτών, ο Ιορδάνης, ηλιοκαμένος, με αλάτια στα φρύδια και τα μαλλιά, άμμο στο μέσα μέρος των νυχιών και τα πόδια χαραγμένα από κέλυφη-λεπίδες των μυδιών, χωρίς να του περνά καν από το νου ότι ζωή είναι μονάχα ένα “τώρα” και τίποτ’ άλλο… Μισοξυπνούσε, άκουγε το σφύριγμα του τρένου και ξανάπεφτε στην πράσινη θάλασσα, αποκαμωμένος από ευτυχία.
… κάποια καλοκαίρια σαρκοβόρα, που αν και μας έμειναν αλησμόνητα για χίλιους σκοτεινούς λόγους, δε θα ξανάρθουν ποτέ.