Ένα μεσ’μέρι που πήραμε να τρώμε όλοι μαζί μάς έμεινε η μπομπότα με τα τσουκνίδια στο λαιμό, βρόντηξε τη γροθιά στο τραπέζι ο πατέρας που άλλα σκέφτονται τα βόδια κι άλλα κρένει ο ζευγολάτ’ς, αρχίν’τσε τα παρακάλια η μάνα μας, κατεβάσαμε τα κεφάλια εμείς, “δίνου πιδί ιγώ”, φώναζε ο πατέρας, “για ντ’ μπατρίδα και πού ήντα τα μισθά σ’; Με λαουκρατία και εθνική ανιξαρτησία και αϊέρα κουπανιστό δεν γιομίζ’νε κ’λιες, σ’τα πήραν τα μυαλά σ’ οι μεγάλες οι παρόλες και οι ιδέες, σαν το σκ’λι στ’ αμπέλι θα σι φαν’ και ούτι θα σι θρηνήσου, να το ξερ’ς, την τζίφρα σ’ στη διαθήκη σ’ βάν’ς και ν’ αφήκ’ς τάλιαρο σε κανένα δε θα ξ’, κακομοίρη”. “Σώπα τώρα”, τον τράβαγε απ’ το μανίκι η μάνα, και να κλαίει, όχου πώς έκλαιγε, με φεύγανε και μένα δάκρυα καυτά και ντρεπόμανε κιόλας που ήμαν μεγαλούτσ’κος πια κι έπρεπε σε τέτοια να κρατιέμαι. Φλογίζανε τα μάτια τ’ αλλουνού, δεν τον συμμάζευες με τίποτα σαν πήρε να βγάνει λόγο γι’ αξιοπρέπεια και λευτεριά, για το ζυγό των ξένων και των ντόπιων κατακτητών για τ’ν πλουτοκρατία και τα συμφέροντα, κοιτιόμασταν εμείς μ’ απορία που μίλαγε τ’ αλαμπουρνέζικα, απ’ τη σαστιμάρα έπαψε κι η μάνα μας να κλαίει, που τα ‘μαθε αυτά και ποιος του τα ‘πε, και μόνο ο πατέρας έμεινε να μονολογεί ηττημένος, με το κεφάλι σκυφτό ανάμεσα στα ποδάρια, “άμα τον πέτ’κα”, μουρμουρ’σε, “τον σκερβελέ απ’ τ’ν οργάνωσ’ που σ’ έκανε κατήχησ’, δεν τον γλιτώνει, μήτε Θιος μήτε άνθρωπος δεν τον γλιτώνει”.