To νησί της καταγωγής των γονιών της ήταν πάντοτε για την Ανατολή ένα άπιαστο όνειρο. Η μητέρα της, η Αγγέλικα, κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια προξενεμένη νύφη, για να παντρευτεί τον φτασμένο ήδη νησιώτη έμπορο. Η Αγγέλικα ήταν όμορφη στα νιάτα της και πρώτη νοικοκυρά στην κουζίνα και στα εργόχειρα. Έφτιαχνε ωραίο ζυμωτό ψωμί και παξιμάδι, πίτες, χορτόπιτες νοστιμότατες και τυρί λευκό τριμμένο, αυτό που οι Μυκονιάτες το λένε «κοπανιστή», με όλα τα ευωδιαστά μυρωδικά που μπορεί να βάλει ο νους σου: από θυμάρι μέχρι άνηθο κι από ρίγανη μέχρι θρούμπη. Εφτιαχνε με τα χέρια της και το σαπούνι του σπιτιού από λάδι, ποτάσα και νερό σε ορισμένες αναλογίες. Όταν πλενόσουν μ’ αυτό το σαπούνι, σου περνούσαν και τα δερματικά και τα πάντα και τα μαλλιά σου γιάλιζαν από υγεία και ομορφιά. Γνώριζε πολύ καλά την ομιλία του νησιού, από τους γονείς και τους προγενέστερους συγγενείς της. Μια ομιλία που είχε ομηρικές καταβολές.