Βγήκα από το
ντουζ, τυλίχτηκα γρήγορα με μια πετσέτα, αφού πια έτρεμα από την παγωνιά. Έριξα
μια δεύτερη στο κεφάλι μου, σκούπισα με δύναμη τα μαλλιά μου, για να μη στάζουν
και με παγώνουν περισσότερο, και είδα τούφες από τρίχες, πολλές ακόμα
κολλημένες στο δέρμα του κρανίου, να μαζεύονται στην πετσέτα. Καθάρισα τους
αχνούς από τον καθρέφτη και παραλίγο να μη με γνωρίσω. Ζαρωμένο δέρμα στο πρόσωπο, τραβηγμένα χείλη, μοβ ούλα, τα
εξόφθαλμα μάτια μου με κοιτούσαν γεμάτα τρόμο και απορία, ενώ από το κρανίο μου
έλειπαν κομμάτια ολόκληρα με τρίχες και δέρμα. Σ’ ένα μπάλωμα είδα ακόμα κι ένα
κομμάτι κόκκαλο να εξέχει. Άφησα την πετσέτα να πέσει από πάνω μου.