H φήμη για την όμορφη Ελληνίδα ταξίδεψε γρήγορα. Κάθε αρχή του μήνα η Έλλη πήγαινε στην τράπεζα Χρυσοβελώνη να εξαργυρώσει το έμβασμα που είχε κατατεθεί στο όνομα της από τον λογιστή της οικογένειας Λυκιαρντόπολ στο παράρτημα της Βραΐλας. Τότε, γύριζαν τα κεφάλια των υπαλλήλων αλλά και των πελατών, στην πλειοψηφία του Έλληνες επιχειρηματίες και ακουγόταν ένας διακριτικός ψίθυρος θαυμασμού. Στην αγορά, όπου πήγαινε μαζί με την Τίνα, στα ελληνικά εμπορικά της παλιάς πόλης μεταξύ της Κάλεα Βικτόριεϊ και του ποταμού Νταμποβίτσα ή στο εστιατόριο του Παπαδάτου, στην Γκάρα ντε Νόρντ, τον κεντρικό σιδηροσδρομικό σταθμό, η Έλλη εμφανιζόταν πάντα κομψή, χαμογελαστή και λαμπερή. Ήταν τέλος πάντων, μία “femme du monde”, μια κοσμοπολίτισσα όπως έλεγαν. Βλέποντας την ήταν αδύνατον να φανταστεί κανείς ότι, μετά από όχι και τόσα πολλά χρόνια, αυτή η «κοσμική κυρία» θα καθάριζε καθημερινά την κοινόχρηστη τουαλέτα που κατ’ ανάγκη η οικογένεια της θα μοιραζόταν με συγκατοίκους κατά την περίοδο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ρουμανίας.