Η αυτοξιολόγηση είναι χαρακτηριστικό του Έλληνα. Η αυτοεκτίμηση είναι το χαρακτηριστικό των Ελλήνων (self esteem history) και των έργων τους. Έτσι λέγεται ότι οι Έλληνες έχουν την πιο περήφανη και την πιο ευτυχή εθνική ταυτότητα. Αποσιωπούν ό,τι απαξιωτικό κατέγραψε η ιστορία τους (διχασμούς και διαφθορές), μεγαλοποιούν και ωραιοποιούν κάθε ευεργετικό και όποια τους επιτυχία (δώσαμε τα φώτα, ούτε λόγος όμως για το ποιος μας έδωσε τον ηλεκτρισμό!).
Η προσκόλληση στην ένδοξη αρχαιότητα ως αναφορά αννωτερότητας απέναντι όλων των άλλων, όμως, δεν λειτουργεί και ως παραδειγματισμός των εκάστοτε Ελλήνων. Δηλαδή, ξεχνούν κάποτε οι Νεοέλληνης ότι οι πρόγονοί τους έβαλα τον πήχη ψηλά για την αξιοσύνη και ότι μ’ αυτόν πρέπει να μετρηθούν ως γνήσιοι απόγονοι. […]
Το αδόκιμο «ανάδελφον έθνος» είναι νομίζω δείγμα ανασφάλειας και όχι, όπως μπορεί κακώς να θεωρηθεί, αδιαφιλονίκητης μοναδικότητας και ανωτερότητας. Να το πω πιο απλά: δε νομίζω ότι κάνω λάθος λέγοντας ότι ο σύγχρονος Έλληνας θεωρεί, όπως και οι Βυζαντινοί, ότι ταυτίζεται με τον περιούσιο λαό. Η ελληνοφωνία που χαίρεται ο Έλληνας ως μητρική γλώσσα αποτελεί το λογισμικό που τον συνδέει με έναν μακραίωνα πολιτισμό, πράγμα που κάνει ο Έλληνας να γεννιέται πολιτισμένος, αν βέβαια γνωρίζει και χειρίζεται σωστά τον γλωσσικό του πλούτο.
Ανοιχτό παραμένει πάντως το ερώτημα αν η ελληνικότητα (αγνώστου και αβέβαιου ακόμη περιεχομένου και προσδιορισμού) δεν είναι για τον Έλληνα το πρόσχημα για μιαν αξιοπρεπώς δικαιολογημένη άρνηση του Άλλου, του οποιουδήποτε Άλλου, που είναι, έστω υποσυνείδητα, υποχρεωτικά υποδεέστερος πολιτισμικά του Νεοέλληνα. […]
Επίσης προβληματικό όμως για τον Νεοέλληνα (τον Έληνα γενικώς) είναι και το «συνανήκειν». Από αρχαιοτάτων ήδη χρόνων, οι Έλληνες κατατρέχονται από το σύνδρομο που ονομάζω «σύνδρομο του Κάιν», από μια εμφυλιοπολεμική δηλαδή τάση. Γνωστά, πολλαπλά και διαχρονικά τα παραδείγματα. […] Δεν είναι νομίζω υπερβολή αυτό που έγραψα αλλού, ότι σχεδόν μόνο οι Έλληνες ανά την Υφήλιο διεξάγουν αδιακόπως και ηρωικώς πόλεμον εμφύλιον.