Του αρέσει, τον ηρεμεί, τον γλυκαίνει όταν τα σπίτια έχουν βιβλία. Τότε δεν φοβάται, αισθάνεται ασφαλής και ας θλίβεται. Ο πατέρας του είχε πολλά βιβλία. Έτσι τον θυμάται: Σκυμμένο στο γραφείο του, να διαβάζει, να σημειώνει, με φόντο ατελείωτα ράφια, φορτωμένα σειρές διπλές από παλιούς φθαρμένους τόμους. Ο μικρός στεκόταν και τον κοίταγε να γράφει, εκείνος δεν σήκωνε το κεφάλι, δεν είχε αντιληφθεί τον γιό του στην πόρτα του γραφείου. Μετά, δεν άντεχε άλλο, «Μπαμπα;» έλεγε με σιγανή φωνή σαν να ήθελε να μην ακουστεί – ενώ να ακουστεί ήταν το μόνο που ήθελε, αυτό που ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο αδύνατος άντρας με το λεπτό μουστάκι και το κουρασμένο, σκοτισμένο πρόσωπο, σήκωνε το κεφάλι, τον κοιτούσε πίσω από τα χοντρά γυαλιά του και του έκανε, χαμογελώντας, νόημα να πάει κοντά του. Το αγόρι, χαρούμενο, σκαρφάλωνε στην αγκαλιά του και, χωρίς να λέει κουβέντα, ρουφούσε τις οικείες μυρωδιές του χαρτιού, της κλεισούρας, των παλιών βιβλίων, του πατρικού ιδρώτα. Η χαρά δεν κρατούσε πολύ. «Άντε, πήγαινε τώρα… πρέπει να δουλέψω…» έλεγε ο πατέρας και επέστρεφε στις σημειώσεις του. Εκείνη την εποχή τα αντιπαθούσε τα βιβλία που του έπαιρναν τον πατέρα του. Τώρα, όλα έχουν αλλάξει. Ο πατέρας χάθηκε, μια μέρα ήρθαν και τον πήρα για κατάθεση και δεν τον είδε ξανά, ούτε έμαθε τι απέγινε, η βιβλιοθήκη δεν υπάρχει πια, κάηκε, μαζί με το σπίτι, μαζί με τη ζωή του, με ολόκληρη την πόλη του. Και τα βιβλία είναι ό,τι τον συνδέει με την παλιά ζωή.