Αφού ετοίμαζε ένα τσάι με αμαρέτο -τώρα του προκαλεί απέχθεια, αλλά τότε ήταν παθιασμένος λάτρης του τσαγιού με αμαρέτο-, ο Χουλιάν έπιανε ν’ασχολείται με το δέντρο [γλάστρα]. Δεν το πότιζε μονάχα ή το κλάδευε αν χρειαζόταν: καθόταν να το κοιτάζει για τουλάχιστον μία ώρα, ίσως ελπίζοντας να το δει να σαλεύει, έτσι όπως κάποια παιδιά, τη νύχτα, μένουν ακίνητα στο κρεβάτι τους, προσδοκώντας να αισθανθούν πως μεγαλώνουν.