Οι Κυκλάδες του 1938 παρουσίαζαν –με εξαίρεση τα εφοπλιστοχώρια και τη βιομηχανική ακόμα Σύρο- πάμπτωχη όψη. Οι περισσότεροι άντρες ήταν ναυτικοί. Ταξίδευαν με ελάχιστα διαλείμματα και, όποτε το πλοίο πέρναγε στα ανοιχτά του νησιού τους, με κατεύθυνση από τη Μαύρη Θάλασσα προς τη Μεσόγειο ή αντιστρόφως, πετούσαν στη θάλασσα πακέτα με γράμματα και δώρα για τους δικούς τους, να έρθουν οι βάρκες να τα μαζέψουν. Οι γυναίκες ζούσαν πάνω από τη λιγοστή καλλιεργίσιμη γη. Είχαν δε πρόσφατα υποχρεωθεί –με νόμο του Μεταξά- να ασβεστώνουν τακτικά τα σπίτια τους “για λόγους δημόσιας υγιεινής”. Το υποχρεωτικό εκείνο ξάσπρισμα δε διέθετε στα μάτια τους τίποτα απολύτως το ποιητικό.