Αυτή την κούπα ο θρύλος λέει πως την είχε αφήσει στη βρύση ένας καβαλάρης απ’ την Άρτα, που δυο αιώνες πριν κάλπαζε γοργά για το σπίτι με τους μανδραγόρες στο Βλάσσι, όπου θα τα ‘βαζε με τα χρόνια και τον γερο-Θάνατο τον ίδιο. Είχε σταθεί στη βρύση να πιει νερό και της γύρεψε την καλή τύχη, υποσχόμενος πως, αν γύριζε ζωντανός, θα της χάριζε την ασημένια κούπα του, που όποιος έπινε απ’ αυτή δεν λογούσε τα επόμενα εκατό χρόνια, ήταν σαν να μην τον έπιαναν. Δεν είπε τίποτα η βρύση αλλά το νερό γαργάρωσε, κι ο καβαλάρης επέστρεψε θριαμβευτής από το Βλάσσι και αφιέρωσε την κούπα του στη βρύση της Αντάρας. Ούτως ή άλλως δεν την χρειαζόταν πια, γιατί πλέον ήταν αυτός που κυνήγαγε τα χρόνια κι όχι το αντίστροφο, όπως γίνεται με τους κανονικούς ανθρώπους. Από τότε, όποιος πίνει από τη βρύση παίρνει λίγη από τη μαγεία της κούπας, και κρύβεται από κάποια χρόνια που τον περιμένουν. Όχι όσα παλιότερα, αλλά αρκετά ώστε να κρατήσει μακριά τα γηρατειά για μία ή δύο δεκαετίες ακόμη.