Κοιμήθηκε βαθιά μετά το ξέσπασμα του. Ψίθυροι, λιβάνια και βήματα ξερά δεν τον εμπόδισαν να κοιμηθεί ως τις επτά το πρωί, που ο θείος Κικής έφερε φρεσκοαλεσμένο καφέ, για να συνέλθουν όλοι από την ξαγρύπνια. Έφυγε το λιβάνι, γέμισε άρωμα εξωτικό το σπίτι, σαράντα βραζιλιάνες μαυρούλες με σφιχτά κωλαράκια στριμώχτηκαν χορεύοντας σάμπα σε ένα τρίλεπτο όνειρο, που το διέλυσε η πικρή, διεγερτική μυρωδιά του εκλεκτού χαρμανιού. Χώθηκε κι ο ήλιος θρασύς από τα παντζούρια που έχασκαν, στον νεροχύτη φλιτζάνια και πιατάκια χοροπηδούσαν, η θεία Νίτσα έδινε νευρικά διαταγές. Μια δύσκολη μέρα για όλους –και για τον Σίμο, βέβαια- ξεκινούσε…