Αργότερα,καθισμένοι στα πόδια του κρεβατιού, μισοντυμένοι κάπνιζαν. Πες μου, τον ρώτησε η Κούλα, φέρνεις συχνά κορίτσια εδώ; Του το είπε με ένα πρόσωπο φουντωμένο, που ακόμα έκαιγε. Ο Μίμης χαμήλωσε το κεφάλι. Ήταν ωραίος έτσι ξεχτένιστος, με το λαιμό γυμνό, ο τράχηλος του κόμπους κόμπους να διαγράφει τη ραχοκοκαλιά και να γυαλίζει στο φως της λάμπας. Δεν φέρνω κορίτσια, της είπε, μ’ αρέσουν οι ώριμες γυναίκες.