H Αθήνα που πρωτοείδε ο Πάρης Κερκινός το φθινόπωρο του 1903 ήταν άλλος πλανήτης από την Ελευσίνα στην οποία είχε μεγαλώσει. Μία πόλη 120.000 κατοίκων, με Ανάκτορα, Βουλή, Πανεπιστήμιο και Πολυτεχνείο, με ατμοκίνητο σιδηρόδρομο που την ένωνε με τον Πειραιά, αλλά και δεύτερη γραμμή, Λαύριο – Κηφισιά, να κάνει στάση κοντά στην πλατεία Ομονοίας. Με ένα πολιτικοοικονοικό κατεστημένο – τσιφλικάδες, μεγαλεμπόρους, δικηγόρους και γιατρούς – το οποίο περιστρεφόταν ώς επί το πλείστον γύρω από την Αυλή. Κι ένα προλεταριάτο στα όρια της εξαθλίωσης, που δούλευε στο εργοστάσιο φωταερίου, σε αλευρόμυλους, βυρσοδεψεία καθώς και στη σοκολατοποιία του Παυλίδη στα Πετράλωνα. Με νερουλάδες, γαλατάδες, κουλουρτζήδες, μα και λουστράκια, συνομήλικά του κι ακόμα μικρότερα, τα οποία κοιμόντουσαν σε υγρά υπόγεια και τα αφαίμαζαν ανάλγητη κηδεμόνες, επαγγελματίες εκμεταλλευτές που τους τα είχαν παραχωρήσει οι ίδιοι οι γονείς τους. Με πλανόδιους διασκεδαστές – λατερνατζήδες, καραγκιοζοπαίχτες-, θερμοκέφαλους φοιτητές, κυράτσες της εντόπιας αριστοκρατίας να ψωνίζουν μανιωδώς και σουρσουλούδες πάσης φύσεως να σεργιανούν και να δείχνονται, ίσως και επιδιώκοντας ανομολόγητα τα πρόστυχα πειράγματα των κουτσαβάκηδων…