Στο μαγαζί του κάθεται, ίδιο παγιδευμένο ζώο: Κοιτάζει γύρω του, μήπως του την ανάψουν απ’ την πλάτη, κοιτάζει μπροστά, μέσα από το σπασμένο παράθυρο, την άκρη του δρόμου. Κάθε αυτοκίνητο που σταματά. Κάθε πελάτη. Μικραίνει τα μάτια του από τη μυωπία. «Η πολλή κάλμα τελευταία δε βγάζει σε καλό. Η πείρα μού δίδαξε να φυλάγομαι από την ησυχία.»
Μπαίνοντας τον είδα να συζητάει με κάποιον. Μού φάνηκε της «Κόζα». Βγήκαν έξω οι δυο τους. Σε λίγο ο Βάγγος γύρισε μόνος του. «Ήταν;»
Έγνεψε καταφατικά. Αποφεύγουμε τη λέξη γιατί είναι διεθνής.
«Ζητούνε τον Γιάννη», λέει, «που εξαφανίστηκε με το πεντακοσάρικο της κοπελιάς. Αυτός που μιλούσα ήταν ο νταβατζής της. Για να σωθεί στα μάτια της, θέλει να της πάει στα μάτια της το αυτί του Γιάννη. Και πού να τον βρω τώρα, να του πω φυλαχτεί;»
“Η πείρα μού δίδαξε να φυλάγομαι από την ησυχία.”
Αυτή η φράση νομίζω χαράχτηκε ανεξίτηλα μέσα μου. Πόσο δίκιο μπορεί να κρύβει!