
Ήμουν οχτώ χρονών και του πήγα με το κανάτι γάλα απ’ την αγελάδα μας. Καθόταν στη σάλα με το φανελάκι, μ’ έναν ξεθυμασμένο ανεμιστήρα στο πρόσωπο. Έτρωγε κεράσια από μια γαβάθα. Ήταν τότε πενηνάρης. Δεν δούλευε πια, η λίμνη του ‘χε πάρει τα κτήματα. Είχε χτιστεί το φράγμα, ο Αλιάκμονας πλημμύρισε τον κάμπα. Απ’ τα εξήντα στρέμματα τού είχαν μείνει δύο, στην όχθη της λίμνης. Κάτω απ’ το νερό είχαν θαφτεί οι αγροί με το κριθάρι, ένα μικρό μαντρί και το σπίτι όπου ξεκουράζονταν οικογενειακώς όταν βράδιαζε και δεν πρόφταιναν να ανηφορίσουν στο χωριό. Όλ’ αυτά τα απαλλοτρίωσε η ΔΕΗ για το έργο. Ο Γιάννης ζούσε με τα λεφτά της αποζημίωσης.