
Με χτυποκάρδι φύσαγε κι έσβηνε το κερί κάθε φορά που νόμιζε πως ερχόταν ο πατέρας του. Κουρασμένος από την κρυφή μάθηση, ο Νίκολα γρήγορα έγινε μέλος της Βιβλιοθήκης του Γκόσπιτς. Με την άδεια του μεθύστακα βιβλιοθηκάριου άρχισε να τακτοποιεί τα βιβλία στα ράφια, που μέχρι τότε ήταν μες στη σκόνη. Καθάριζε τις δερμάτινες ράχες τους, που μύριζαν ξερά φρούτα. Ο Νίκολα ευγνωμονούσε τους ανθρώπους που έγραφαν βιβλία. Τους εγνωμονούσε τόσο… μα τόσο πολύ! Ήταν φίλοι του, αφού στην πόλη δεν είχε κανέναν φίλο.
«Νομίζω είναι τρελός… θεότρελος».