
Κάθομαι στο τραπέζι και περιμένω μα φέρει τους καφέδες, για να τα πούμε. Κρατάει το φλιτζάνι της και με κοιτάζει.
«Ένα σου λέω. Πρώτη φορά άκουσα τον Λάμπρο να μιλάει σε κόσμο κι έμεινα με ανοιχτό το στόμα».
«Γιατί;»
«Είπε στους Αφρικανούς ότι δεν έχει σημασία αν είναι ξένοι. Στη φτώχια δεν υπάρχουν Έλληνες ή μετανάστες. Όλους τους ενώνει η φτώχεια. Πρέπει λοιπόν να παλέψουν μαζί και να μη φοβούνται. Τα έλεγε τόσο όμορφα που συγκινήθηκα». Κάνει μια παύση και με κοιτάζει. «Έτσι μιλάνε όλοι οι κομουνιστές;» με ρωτάει με απορία.