
Αρχίσαμε να βλέπουμε τα άλλα μέλη της εργατικής τάξης με καχυποψία. Οι πιο πολλοί ζοριζόμασταν για να τα βγάλουμε πέρα, αλλά τα καταφέρναμε, δουλεύαμε σκληρά κι ελπίζαμε σε μια καλύτερη ζωή. Όμως μια μεγάλη μειοψηφία είχε βολευτεί μια χαρά απομυζώντας το κράτος. Κάθε δυό βδομάδες, έπαιρνα μια μικρή επιταγή και παρατηρούσα τη γραμμή με τις παρακρατήσεις των ομοσπονδιακών και των πελατειακών φόρων απ’ το μισθό μου. Εξίσου συχνά, ο τοξικομανής γείτονάς μας ερχόταν ν’ αγοράσει μοσχαρίσιες σπαλομπριζόλες, που εγώ ήμουν πολύ φτωχός για ν’ αγοράσω για τον εαυτό μου, αλλά που υποχρεωνόμουν από τον Θείο Σαμ, το αμερικανικό κράτος δηλαδή, ν’ αγοράσω για κάποιον άλλο.[…] Οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν ξοδέψει εκατομμύρια λέξεις προσπαθώντας να εξηγήσουν πώς τα Απαλάχια κι ο Νότος εξελίχθηκαν από προπύργιο των Δημοκρατικών σε προπύργιο των Ρεπουμπλικανών μέσα σε λιγότερο από μία γενιά.