
Κι είδα τη μάνα μου. Καθότανε, λέει, σ’ ένα σκαμνί πλάι στο πηγάδι. Καθάριζε ζοχούς, που άρεσαν του πατέρα μου. Λέει για χόρτα ο ονειροκρίτης; Δεν το θυμάμαι. Για πηγάδι θα λέει σίγουρα. Καθάριζε ζοχούς κι είχε στα μάτια της μια συννεφιά. Τι έχεις, μάνα; Τη ρώτησα. Αλλά δεν μου απάντησε. Ούτε με κοίταξε. Σαν να μην ήμουνα εκεί. Μάζεψε τα χόρτα στην ποδιά της και σηκώθηκε. Πού πας, μάνα; της είπα. Αλλά δεν στάθηκε. Την ξαναφώναξα. Μάνα! Δεν γύρισε. Πήγα να βγάλω νερό, να της πάω. Ο κουβάς δεν ανέβαινε. Κοιτάω κάτω. Τι να δω; Ήμουν γριά γυναίκα.