
Τέλος τους ανάσπαα εις τα χείλη με ποταμηδόν δάκρυα, τους έδωσα από τρία δάκτυλα ρούμι, τους εμβακάρισα εις την λέμβο μου, εμβήκα και ο ίδιος δια να τους εναρύνω καλλιώτερα και ανέβημεν επάνω του Ορδίου, μήπως ημπορέσω πάλιν να τους εμποδίσω. Εύθυς φωνάζουν όλοι μονομιάς: – Καπεταναίοι μας και όλοι οι συνάδελφοι μας, συγχωράτε μας και κοπιάσητε μαζύ μας εις τον χορόν των εχθρών μας. Και ευθύς και οι είκοσι πέντε πιασθέντες τα χείρας με τα σπαθιά εις τους οδόντας εβγήκαν έξω από τα ταμπούρια τρέχοντας τον κατήφορον ως να επήγαινον τω όντι εις χορόν.