
Ο Γιάννος απ’τη φυλακή δυο μέρες έν’ που εβγήκε
-σάπιζε χρόνους δεκατρείς και χρόνους δεκαπέντε-
τις ρούγες κατηφόρισεν, εδιάηκε στο λιμάνι
εδιάηκε στα πουταναριά, τη Ζωγραφού διαλέγει.
Είχε τα χείλη βυσδινιά και τα μισά του χρόνια.
Μα ως μες στη φλόγα των κεριών εγλέντααν το γιαγκίνι
ξανοίγει Ο Γιάννος ζουγραφιά ‘πού το κρεβάτι απάνω
προβάλλει αγγελοπρόσωπο κοπέλα γκαστρωμένη.