
Το φαγητό και η δήλωση της Αδριανής έλυσαν τη γλώσσα του Ζήση. Ήταν η πρώτη φορά που μίλησε για τον εαυτό του. Μασ είπε για τους γονείς του, που είχαν έρθει πρόσφυγες από τη Μικρασία, και πώς ο πατέρας του έχτισε το σπίτι στην οδό Εκάβης με τα χέρια του. Μετά έκανε άλλο ένα βήμα και μίλησε για τη ρήξη με τον πατέρα του, όταν του είπε ότι είχε μπει στο κίνημα, αλλά και για τη συντριβή του, όταν έμαθε στη Μακρόνησο ότι ο Πατέρας του είχε πεθάνει.
“Όταν μεγαλώσει ο Λάμπρος θέλω να του μιλήσεις για όλα αυτά” του είπε η Αδριανή. [..]
“Γιατί;” απόρησε ο Ζήσης. “Γιατί πρέπει να μιλήσω στο Λάμπρο για πίκρες και βάσανα; Επειδή πήρε το όνομα μου;”
“Όχι, αλλά γιατί μείς ξέρουμε αυτό που πολλοί σήμερα έχουν ξεχάσει: ότι η φτώχεια είναι και ένα είδος βιταμίνης. Σου δίνει δυνάμεις για να παλεύεις. Χωρίς αυτήν, ο Λάμπρος θα γίνει σαν κάποιους νέους, που θεωρούν τη δυστυχία συνομωσία.”