
«Ήνοιγον τήν θύραν εναγωνίως και εντός του περιστρεφόμενου τούτου μικρού ερμαρίου με υποδέχετο κανένα «μοχαλεμπί», κανένα «μπουρέκι», ή «μπακλαβάς», ή άλλο τι γλυκύτατον πράγμα από εκείνα, τα οποία δεν έχουν μεν γλώσσαν, αισθάνεσαι όμως άμα τα ιδής, ότι σοί λέγουν επανειλημμένως «φάγε με». Τουθ’ όπερ και έπραττον εγώ, εννοείται, χωρίς πολλών διατυπώσεων».