
Το επόμενο πρωί στην κουζίνα σε παρατήρησα καθώς έχυνες γάλα σε ένα ψηλό ποτήρι σαν το κεφάλι μου.
«Πιες», είπες σουφρώνοντας με περηφάνια τα χείλια. «Είναι αμερικάνικο γάλα, θα σε ψηλώσει πολύ. Είμαι σίγουρη».
Ήπια τόσο πολύ απ’ αυτό το κρύο γάλα που η γλώσσα μου μούδιασε κι έχασα τη γεύση μου. Έπειτα απ’ αυτό κάθε πρωί επαναλαμβάναμε την ίδια τελετουργία: το γάλα έρρεε σε μια χοντρή λευκή πλεξούδα, εγώ το έπινα με μεγάλες γουλιές φροντίζοντας να με βλέπεις ενώ και οι δυό μας ελπίζαμε η λευκότητα που χανόταν μέσα μου να κάνει καλύτερο αυτό το κίτρινο αγόρι. Πίνω φως, σκεφτόμουν. Γεμίζω τον εαυτό μου φως. Το γάλα, μια λαμπρή πλημμύρα, έσβηνε όλη τη σκοτεινιά μέσα μου.