
«Ποιον είδες στ’ όνειρο; Σε ποιο. έλεγες να σε κρατήση και να σε σώση; Είδες πάλι τον Πρόδρομο;» Ο Ορφανός ενοχλήθηκε απ’τις καταιγιστικές ερωτήσεις του επιτρόπου. «Σε κανέναν… Κοιμόμουνα…» είπε κοφτά, κι έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι για ν’αποφύγη το βλέμμα του γέροντα. Τότε είδε δίπλα στο κρεββάτι, απιθωμένα σε μια καρέκλα φερμένη επί τούτου, μια κούπα με τσάι, δυο φέτες ψωμί κι ένα κομμάτι φέτα. Εγύρισε κι εκοίταξε τον επίτροπο που είχε σκύψει το κεφάλι. Ο επίτροπος αντιλήφθηκε το βλέμμα του Ορφανού, σήκωσε το κεφάλι του και του είπε απότομα «Φάε και ντύσου γιατί μας περιμένουν», κι έπειτα σηκώθηκε και βγήκε απ’το δωμάτιο.