Oliver Sacks – Μετάφραση: Κώστας Πόταγας – Εκδόσεις Άγρα
Έπειτα, σαν να αποφάσισε πως η εξέταση είχε τελειώσει, άρχισε να ψάχνει ολόγυρα για το καπέλο του. Άπλωσε το χέρι του και πιάνοντας το κεφάλι της γυναίκας του, προσπάθησε να το ανασηκώσει και να το φορέσει. Ήταν φανερό ότι είχε μπερδέψει τη γυναίκα του με το καπέλο του! Η γυναίκα του έδειξε σαν να ήταν συνηθισμένη σε τέτοια πράγματα.
Ο φάρος πρέπει να παραμείνει όρθιος και να ανάβει κάθε νύχτα, συνέχιζε να λέει ο φαροφύλακας, μπορεί να έχουν πλέον τόσα όργανα πλοήγησης τα σύγχρονα βαπόρια αλλά ο φάρος είναι για τον καπετάνιο μια σταθερά επαλήθευσης ότι τα όργανα του λειτουργούν σωστά, ότι δεν έχουν βλάβη, είναι η ελπίδα ο φάρος για τον ναυτικό, ένα φως μες το σκοτάδι, τον βλέπει και ημερεύει ּ πρώτη φορά ένιωσε τότε ο Μάριος Τσόχος τη σημασία την αληθινή της λέξης ημερεύω, γίνομαι μέρα, εξημερώνομαι από τα σκοτάδια μου τα άγρια.
Η θάλασσα δεν κάνει αστεία, είναι πάντα σοβαρή, κάποιες φορές θυμωμένη, και όσοι λένε πως είναι γλυκιά δεν την γνωρίζουν. Η θάλασσα δε θέλει να τη μοιράζεσαι, θέλει αποκλειστικότητα, αλλιώς σε πνίγει. Ίσως γι’ αυτό οι ναυτικοί βγαίνουν νύχτα στο λιμάνι, νύχτα γυρνούν στο πλοίο, μη και τπυς δει η θάλασσα στα ύποπτα σοκάκια, μη και τους δει να τριγυρνούν χαράματα πιωμένοι.
Έχει πολλά υπέρ η ζωή στο καΐκι. Αν και δεν είσαι μόνος, οι ψαράδες δε μιλάνε πολύ και όταν μιλάνε, συνήθως ξέρουν τι λένε. Μιλάνε για πράγματα που γνωρίζουν καλά, για εργαλεία ψαρέματος, για αγκίστρια, για το τι νούμερο αγκίστρια πρέπει να έχει το κάθε παραγάδι ανάλογα με τα ψάρια που θέλεις να πιάσεις, για το πώς δολώνει ο καθένας το παραγάδι, για το νούμερο της πετονιάς που πρέπει να χρησιμοποιήσουν, για χίλιαδυο πράγματα, πολλά από αυτά με ναυτικές ορολογίες, με χαμόγελα, με βρισιές αλλά όλα με μέτρο. Ποτέ δε θα ακούσεις να πολυλογούν για άσχετα πράγματα
Η πρώτη νύχτα στο σπίτι, στο κρεβάτι σου, προσπαθώντας να κοιμηθείς, η πρώτη νύχτα μετά από έναν θάνατο, είναι μια νύχτα με φαντάσματα. Όχι του πεθαμένου, δικά σου φαντάσματα, φαντάσματα του εαυτού σου, του παλιού εαυτού σου, της περασμένης σου ζωής. Δεν το ξέρεις ακόμα αλλά μαζί με τον πεθαμένο έχουν φύγει και απέραντες εκτάσεις δικές σου, τοπία εσωτερικά, θάλασσες, αμμουδιές, ύψη γεμάτα νέφη, ηλικίες, καλοκαίρια, γιορτές, θυμοί και ταξίδια, διαβάσματα, εικόνες, βλέμματα, χειρονομίες, σιωπές και μικρές ή μεγάλες αναξιοπρέπειες, τα παίρνει όλα ο αέρας. Ένα μέρος σου θέλει, για λίγο, να φύγει μαζί τους. Αλλά η ζωή υπερισχύει, νικάει κατά κράτος κάθε θάνατο. Κι απομένεις με τις αναμνήσεις, τις σκέψεις που αναδύονται σαν νησίδες στον ωκεανό της λήθης.
Το ψάρεμα διεξάγεται στους ωκεανούς, τις θάλασσες, τις λίμνες, τα ποτάμια, τα φράγματα, όσον αφορά δε στα περίχωρα της Μόσχας, και σε λακκούβες κι χαντάκια. Σημείωση: τα μεγαλύτερα ψάρια ψαρεύονται στα ιχθυοπωλεία.
Το ρολόι, που αποτελεί τον πιο πιστό φίλο του ανθρώπου, που συντροφεύει τον χτύπο της καρδιάς πάνω στον καρπό του, που μοιράζεται όλες τις αγωνίες πάνω στον κόρφο του, με λίγα λόγια, που θερμαίνεται με την θερμότητα του και γίνεται ένα μαζί του ή ζει πάνω στο τραπέζι του τη μονάδα του χρόνου που λέγεται μέρα με όλα της τα πεπραγμένα, προσαρμόζεται θέλοντας και μη στον κάτοχο του και συνηθίζει να ζει και να σκέφτεται όπως εκείνος.
Η πολιτική είναι ένα μέσο, ένα εργαλείο, για να ζούμε καλύτερα, ως εκεί που φτάνει η εξουσία της. Αν την αφήσουμε να κυριαρχήσει στην ψυχή μας, καήκαμε. Αν έχει νόημα για μένα σήμερα μια αντίσταση, είναι η έμπρακτη, καθημερινή αντίσταση στον μύθο της παντοδυναμίας της πολιτικής. Αυτή η αντίσταση όμως δεν πραγματώνεται συγκρουσιακά, αλλά δημιουργικά, μόνο με την πίστη στην ίδια τη ζωή, σε κάθε στιγμή της, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα μας. Το νόημα της ζωής είναι μέσα στη ζωή, είναι ολόγυρα μας, στην κάθε άνοιξη, αληθινή ή μεταφορική. Το νόημα της ζωής είναι σ’ αυτό που βλέπει ο ποιητής του «Άξιον Εστί» στον αιώνα όπου βρίσκεται εξόριστος, στη «διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών».
Ενώπιον Βασιλέως αναπτύσσω Παπάγον ζήτημα, ότι πρέπει να τελειώνωμεν το ταχύτερον μετά Ιταλικού Στρατού Αλβανίας, άλλως τρέχομεν κίνδυνον από Γερμανίας. Απόψε Τσάι Άγγλων. Είμεθα όλοι. Με προσέχουν πολύ ολίγον. Δεν ξέρω Αγγλικά. Είμαι και κοντός.
Και ο σαλεπτσής τον ελυπήθη, και αντί πενταλέπτου, του έδωκε να πιη σαλέπι διπλούν, μισό κουλούρι να βουτήξη. Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.
Υπάρχουν, άραγε, γλυκά στο κουτί; Ή μήπως ο άντρας, όπως κι εγώ, ξέρει πως ο κόσμος νιώθει όμορφα κοιτάζοντας κάποιον να πηγαίνει κάπου γλυκά. Σαν να μαντεύει τη διάθεση του […] Ίσως να κρατάει τα γλυκά για να κρύψει τη μοναξιά του. Ίσως είναι ο τρόπος που βρήκε για να κινείται στον κόσμο χωρίς ποτέ οι άνθρωποι ν’ αναρωτηθούν γιατί είναι πάντοτε μόνος. Το κουτί με τα γλυκά τού δίνει ένα σκοπό κι έναν προορισμό. Ίσως και να κάνω λάθος.