Τα επόμενα εκατό χρόνια

Έπιασα να δώ

τι θα ‘πρεπε να πρωτομάθω

για να ζωγραφίσω απ’ την αρχή τον κόσμο.

Κι όλα έβγαζαν άθροισμα ηλεκτρονικό

ούτε πουλιά ούτε ψάρια

ούτε τα ίδια απ’ την αρχή

τίποτα όπως ήταν

ή όπως σχεδιάζουν.

Μόνο ένα ατελείωτο πλέγμα πληροφοριών

σ’ ένα ορθολογικό κόσμο που ζυγίζει τ’ ορθολογικό

με το κιλό και το πουλάει χύμα

στα μανάβικα.

Και ξέρεις τι;

Δε φοβήθηκα. Καιρός ν’ αλλάξουνε τα πράγματα.

Καιρός να μείνει το νερό για το νερό

τα ψάρια για τα ψάρια

κι ο άυλος, εναργής άνθρωπος

να επιστρέψει στην αστρόσκονη

και να χαθεί. Ούτε οίκτος

ούτε υπερηφάνεια

ούτε δικαιοσύνη.

Μια σιωπή μονάχα, κοσμική

Θα ‘γραφα ένα μεγάλο γράμμα στα γράμματα.
Θα τούς έλεγα πως δεν φταίνε αυτά
όταν λαθεύω, όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι
όταν παρερμηνεύω τις καλοσύνες της ημέρας
όταν πέφτω σε παράπτωμα και εννοώ
για το θάνατο να ζητώ εξηγήσεις.
Αγαπημένα μου γράμματα, θ’ άρχιζα
χαϊδεμένα μου φωνήεντα, ανθεκτικά σύμφωνα
πώς βγήκατε ξαφνικά σαν μυρμήγκια από τη γη
και μπήκατε σε μιά σειρά, σ’ ένα σκοπό μαυριδερά με κόκκινες βούλες μουσικής.
Εσείς ίσως ξέρετε
γιατί εγώ δεν ξέρω πώς πλάστηκα
από πού έρχονται κείνα τα δάκρυα
που εσείς με τόση φυσικότητα περιγράφετε
τι είναι αυτό που νοσταλγώ σα να το γνώρισα
ξέχασα σα να το ‘χα ζήσει
το περιμένω σα να μου το υποσχέθηκαν
το φοβάμαι σα να με φοβέρισαν
και μοιάζει με νερό
που στην επιφάνεια του καθρεφτίζεται μια έρημος
κι είναι σκληρό σαν ατσάλι το νερό
[…]

Υπάρχει ωστόσο και ένα άλλο ερώτημα που αφορά την Ελλάδα, όσο και την Ιταλία. Πώς είναι δυνατό, δυο λαοί που τροφοδότησαν σχεδόν ενάμιση αιώνα την Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία και τη Γερμανία με μετανάστες, να δείχνουν τόσο λίγη κατανόηση για τους μετανάστες που έρχονται στη χώρα τους; Η Ελλάδα έζησε πάνω από μισό αιώνα, εξαρτημένη από τα εμβάσματα των Ελλήνων της Αμερικής, του Καναδά και της Αυστραλίας. Και έζησε κοντά άλλες τρεις δεκαετίες, εξαρτημένη από τα εμβάσματα των γκασταρμπάιτερ της Δυτικής Γερμανίας. Και όμως ελάχιστοι σκέφτονται και κατανοούν αυτούς που σε κάποια άκρης της Αφρικής ή της Ασίας περιμένουν εναγωνίως τα εμβάσματα των δικών τους από την Ελλάδα.

Στον πεζόδρομο κάτω από το διαμέρισμα που μένω υπάρχει ένα δημόσιο τηλέφωνο. Όλη μέρα, αλλά συχνά και τη νύχτα, ακούω τους μετανάστες να ουρλιάζουν για να ακουστούν ποιος ξέρει σε ποια άκρη της γης. Καποιες φορές όμως, αντί για τις δικές τους φωνές, ακούω τις αγωνιώδεις φωνές των Ελλήνων γκασταρμπάιτερ στη δεκαετία του ’60, όταν τηλεφωνούσαν από κάποιο σιδηροδρομικό σταθμό της Γερμανίας, στις οικογένειές τους στην Ελλάδα.

Είμαστε ένας λαός με κοντή μνήμη, ακόμα και για τη δική μας μοίρα.

Μια μέρα και μια νύχτα καλοκαιριού. Με τις αισθήσεις σε υπερδιέγερση. Περιμένοντας τη βροχή να τα ξεδιψάσει όλα. Τα μέσα και τα έξω. Που γίνονται ένα. Ένα κορίτσι. Ο λυρισμός υγραίνει τον πόθο και τη δίψα που φτάνουν στα όρια του σωματικού πόνου. Σαν το σώμα της γης. Μια καλοκαιρινή ιστορία για την ένωση. Μικρή και δυνατή.

«Άσε τους καβγάδες και πήγαινε φτιάξε κάτι»

Θα δεις πολλά ηλίθια πράγματα εκεί έξω και θα νιώσεις την ανάγκη να τα διορθώσεις.

Ο θυμός είναι μια από τις αγαπημένες πηγές δημιουργικότητας.

Ο Χένρι Ρόλινς είχε πει ότι ειναι θυμωμένος και περίεργος και αυτό είναι που τον κρατάει σε εγρήγορση.

Τι περιμένεις; Νευρίασε. Κράτα, όμως, το στόμα σου κλειστό και στρώσου στη δουλειά.

Τα Html, css και Javascript των Copywriters

image

 Εχτές έφτιαξα την πρώτη μου εφαρμογή (για τον καιρό) «γράφοντας» κώδικα.

Πάντα το ζήλευα καθώς το θεωρώ μια ξεχωριστή και ιδιοφυή διαδικασία. Πολύ περισσότερο δε, για έναν κειμενογράφο διότι έχει τη δυνατότητα να διαπιστώσει πως η «γλώσσα» που χρησιμοποιεί στη δουλειά του, την επικοινωνία, είναι φυσικά ένα είδος κώδικα.

Η κάθε γλώσσα – για εμάς τους κειμενογράφους, ο δικός μας κώδικας είναι η ελληνική και η αγγλική- σού δίνει τη δυνατότητα να «χτίσεις», να δομήσεις, να δώσεις τις πληροφορίες, την αισθητική απόλαυση αλλά και την εμπειρία χρήσης όπως αν «έγραφες» σε html, css και javascript.  Αρκεί να προγραμματίσεις μέσα από την επιλογή και την αλληλουχία των λέξεων, τις σωστές πληροφορίες, στοχεύσεις, εντολές και μεταβλητές.

Βέβαια, δε ξέρω για τους προγραμματιστές και τους δικούς τους κώδικες αλλά εγώ, όσο μεγαλώνω τόσο ανίδεος αισθάνομαι μπροστά στο μεγαλείο του δικού μου «κώδικα» και των λειτουργιών του.

Όσο η αγάπη

Τίποτα δε με απελευθέρωσε όσο η αγάπη.

Τίποτα δε μ’ έκανε ν’ αντέξω τον θνητό μου χρόνο όσο αυτή
αυτή που μ’αγκάλιασε μπουκώνοντας βυζί το κλαμα μου
που στρογγυλοκάθισε την κωλάρα της στο πλατύ χαμόγελο ένος φίλου
αυτή που κοιμήθηκε μαζί μου κάθε βράδυ σα να κοιμότανε και μ’ άλλον.

Τίποτα δε μ’ έφτιαξε όσο η αγάπη.

Και τίποτα δε με τρόμαξε περισσότερο από τη θέα δυο όμοιων ανθρώπων.

fayum