Ο Έντουαρντ Λίβινγκστον είχε χάσει το μέτρημα, δεν ήξερε πόσα χρόνια ήταν βιβλιοπώλης. Δεν επρόκειτο για επαγγελματικό πάθος, ήταν θέμα επιβίωσης: ο κύριος Λίβινγκστον καταλάβαινε καλύτερα τα βιβλία από τους ανθρώπους. Αν και αυτή η τελευταία παρατήρηση δεν ήταν απολύτως σωστή -υπάρχουν εξαιρέσεις ακόμα και για τον πιο επιτήδειο βιβλιοπώλη-, γιατί η ζωή σ’ ένα βιβλιοπωλείο είχε πολλά βιβλία και λίγους πελάτες.
Στο τοπικό χαμάμ που επισκέπτονταν οι πόρνες μία φορά την εβδομάδα, έπλενε κι έτριβε το σώμα της, ώσπου πύρωνε και κατακοκκίνιζε και επιστρέφοντας, έβραζε τα σεντόνια της και τις μαξιλαροθήκες της. Μάταιος κόπος. Τα παράσιτα ξανάρχονταν ανελλιπώς.
Το παρασκήνιο του 2015 – Οι συγκρούσεις – Το Plan B Ελένη Βαρβιτσιώτη, Βικτωρία Δενδρινού – Εκδόσεις Παπαδόπουλος
Έτσι, στις 6 Μαρτίου, ο Βαρουφάκης απέστειλε στις Βρυξέλλες έναν ενδεκασέλιδο κατάλογο με τα προτεινόμενα μέτρα, το περιεχόμενο των οποίων όμως ήταν τουλάχιστον ανορθόδοξο. Ένα από αυτά, για παράδειγμα, προέβλεπε να προσληφθούν φοιτητές, νοικοκυρές και τουρίστες ως κρυφοί ελεγκτές που θα προέβαιναν σε καταγραφή φορολογικών παραβιάσεων, εφοδιασμένοι με μικρόφωνα και μικροκάμερες. Θεωρούσε ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να παταχθεί η εκτεταμένη φοροδιαφυγή. «Μόνο και μόνο η “είδηση” ότι χιλιάδες ανεπίσημοι “΄παρατηρητές” των φορολογικών αρχών, εξοπλισμένοι με όργανα καταγραφής ήχου και εικόνας, βρίσκονται παντού, αρκεί για να αλλάξουν όλα πολύ γρήγορα» ανέφερε η επιστολή του. Στις Βρυξέλες νόμιζαν ότι τους έκαναν πλάκα.
Στο μυθιστόρημα του Dirty Tricks (1991) ο Micheal Dibdin βάζει στο στόμα της Thatcher τα εξής λόγια: Για όνομα του θεού, μη μου μιλάτε για την κουλτούρα. Το μόνο που κάνετε είναι να βουλιάζετε στον καναπέ και να βλέπετε τηλεόραση. Μη διαμαρτύρεστε λοιπόν. Σας ξέρω. Είστε εγωιστές, άπληστοι, αμόρφωτοι κι αυτάρεσκοι. Γι΄αυτό ψηφίστε με!».
Το φαγητό και η δήλωση της Αδριανής έλυσαν τη γλώσσα του Ζήση. Ήταν η πρώτη φορά που μίλησε για τον εαυτό του. Μασ είπε για τους γονείς του, που είχαν έρθει πρόσφυγες από τη Μικρασία, και πώς ο πατέρας του έχτισε το σπίτι στην οδό Εκάβης με τα χέρια του. Μετά έκανε άλλο ένα βήμα και μίλησε για τη ρήξη με τον πατέρα του, όταν του είπε ότι είχε μπει στο κίνημα, αλλά και για τη συντριβή του, όταν έμαθε στη Μακρόνησο ότι ο Πατέρας του είχε πεθάνει. “Όταν μεγαλώσει ο Λάμπρος θέλω να του μιλήσεις για όλα αυτά” του είπε η Αδριανή. [..] “Γιατί;” απόρησε ο Ζήσης. “Γιατί πρέπει να μιλήσω στο Λάμπρο για πίκρες και βάσανα; Επειδή πήρε το όνομα μου;” “Όχι, αλλά γιατί μείς ξέρουμε αυτό που πολλοί σήμερα έχουν ξεχάσει: ότι η φτώχεια είναι και ένα είδος βιταμίνης. Σου δίνει δυνάμεις για να παλεύεις. Χωρίς αυτήν, ο Λάμπρος θα γίνει σαν κάποιους νέους, που θεωρούν τη δυστυχία συνομωσία.”
«Δεν έχεις αντιληφθεί πού ζούμε! Σε έναν κόσμο αυτολύπησης. Δες τις ταινίες που σπάνε ταμεία, τα βιβλία που γίνονται ανάρπαστα. Ποιους έχουν για ήρωες; Κάποιους οι οποίοι κακοποιήθηκαν, βιάστηκαν, εξευτελίστηκαν, τράβηξαν του λιναριού τα βάσανα. Οι άνθρωποι δεν καμαρώνουν πλέον για ό,τι κατάφεραν. Επαίρονται για ό,τι έπαθαν. Όπως στους βίους αγίων, που φρίττεις να διαβάζεις πώς τρύπησαν τον έναν με αμέτρητα βέλη, πώς παλούκωσαν την άλλη. Οίκτος και οργή, ιδού η συνταγή της επιτυχίας στην εποχή μας! Το να περνιέσαι για θύμα σού ανοίγει όλους τους δρόμους.»
Πατάς enter. Τελευταίο mail. Τελευταία καταχώρηση στο Excel. Τελευταίο check της παρουσίασης. Τελευταίες διορθώσεις των κειμένων. Για σήμερα, για απόψε, για τώρα. Η οθόνη κλείνει. Του κινητού, του laptop, του τάμπλετ; Δεν έχει σημασία. Βλέπεις την αντανάκλαση σου στη μαύρη επιφάνεια. Ποιος είναι αυτός, ρε γαμώτο; Τον αναγνωρίζεις; Πώς σκατά έφτασες ως εδώ; Πώς έμπλεξες έτσι; Κάνεις μια αναδρομή όταν ήσουν μικρός. Ήσουν ευτυχισμένος. Χαμογέλαγες και περνούσες καλά. Μπορείς να θυμηθείς τώρα την τελευταία φορά που σ’ έκανε κάτι χαρούμενο; Τόσο χαρούμενο που ξέχασες τα πάντα κι απλώς αφέθηκες σ’ αυτό;
Ήταν ένα μήλο. Άλλο ένα μήλο ακολούθησε αμέσως το πρώτο. Ο Γκρέγκορ στάθηκε αλαφιασμένος. Δεν υπήρχε λόγος να τρέχει, γιατί ο πατέρας είχε πάρει την απόφαση να τον βομβαρδίσει. Είχε γεμίσει τις τσέπες του με μήλα από τη φρουτιέρα που ήταν πάνω στο μπουφέ και τα ‘ριχνε, το ένα μετά το άλλο, δίχως να σκοπεύει καλά.
Δίπλα στον νεροχύτη έχω ένα μπουκάλι τζιν, ένα μπουκάλι κόκκινο βερμούτ κι ένα Campari: Καμιά φορά φτιάχνω νεγκρόνι. Το κακό με τα νεγκρόνι είναι πως το ένα δεν αρκεί, με τα δυο νιώθω ήδη τη νεφέλη της μέθης κι ύστερα προχωρώ εύθυμα προς το τρίτο με αποτέλεσμα να θέλω να τηλεφωνήσω στη Ρομπέρτα μες τη νύχτα. Της τηλεφώνησα δυο τρεις φορές, αλλά το έκλεισα προτού απαντήσει. Άκουσα ότι στη Νάπολη γνώρισε κάποιον στρατιωτικό γιατρό – μπράβο, Ρομπέρτα, σου εύχομαι βίον ανθόσπαρτον κι ας μην μπορείς να παντρευτείς. Πάντα της άρεσαν οι ένστολοι.
Ξέρω πως η επίδειξη ευνοϊκής μεταχείρισης δεν είναι κάτι επιθυμητό. Αν όμως ο Ήλιος κάνει εξαιρέσεις, σίγουρα αυτοί που το αξίζουν περισσότερο είναι οι νέοι που θα αγαπιούνται για όλη τους τη ζωή. Ίσως ο Ήλιος θα ρωτήσει: «Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι; Τι μπορεί να ξέρουν αυτά τα παιδιά για την αληθινή αγάπη;». Όμως εγώ τα παρατηρώ προσεκτικά και είμαι σίγουρη πως είναι αληθινή. Μεγάλωσαν μαζί και έχει γίνει ο ένας μέρος του άλλου.