


Printed and online.
«Κάθε φορά που στη μικρογραφία, στη ζωγραφική, γίνεται κάτι υπέροχα ωραίο, κάθε φορά που σ’ ένα εργαστήρι γεννιέται ένα αριστούργημα που μου γεμίζει τα μάτια δάκρυα και με κάνει να ανατριχιάζω, ξέρω ότι αυτό έγινε επειδή ενώθηκαν δυο διαφορετικά μέχρι τότε πράγματα κι έχει σαν αποτέλεσμα κάτι καινούργιο και υπέροχο».
Οταν έτρωγε, χρησιμοποιούσε μόνο τον σουγιά του, μάρκας Οπινέλ. Έκοβε το ψωμί σε μικρούς κύβους, τους στοίβαζε πλάι στο πιάτο του, κάρφωνε πάνω τους κομματάκια τυρί και αλλαντικά, και τους βουτούσε στη σάλτσα. Όταν μ’ έβλεπε ν’ αφήνω φαγητό στο πιάτο, γκρίνιαζε Το δικό του πιάτο θα μπορούσες να το βάλεις κατευθείαν στο ντουλάπι, χωρίς να το πλύνεις. Όταν τέλειωνε το φαγητό, σκούπιζε τον σουγιά πάνω στη φόρμα του. Αν είχε φάει ρέγγα, τον κάρφωνε στο χώμα για να φύγει η μυρωδιά. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, έτρωγε σούπα το πρωί, μετά άρχισε τον καφέ με γάλα, διστακτικά πρέπει να πω, θαρρείς και ενέδιδε σε κάποια γυναικεία αβρότητα.
Ξύπνησα καταϊδρωμένος. Τα σεντόνια και το μαξιλάρι μου ήταν μούσκεμα και τη στιγμή που έβγαινα απ’ τον ύπνο σκεφτόμουνα συνέχεια: “Αν είχε μπορέσει να του κάνω μαλάξεις στην καρδιά, θα του είχα σώσει τη ζωή”. Κι έπειτα ξύπνησα εντελώς, συνηδειτοποίησα πώς όλο αυτό ήταν ένα όνειρο, κι ένιωσα λιγότερη απόγνωση. Αλλά και ξύπνιος συνέχιζα να επαναλαμβάνω από μέσα μου στον εαυτό μου: “Αν είχα μπορέσει να του σώσω τη ζωή”.
«Ποιον είδες στ’ όνειρο; Σε ποιο. έλεγες να σε κρατήση και να σε σώση; Είδες πάλι τον Πρόδρομο;» Ο Ορφανός ενοχλήθηκε απ’τις καταιγιστικές ερωτήσεις του επιτρόπου. «Σε κανέναν… Κοιμόμουνα…» είπε κοφτά, κι έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι για ν’αποφύγη το βλέμμα του γέροντα. Τότε είδε δίπλα στο κρεββάτι, απιθωμένα σε μια καρέκλα φερμένη επί τούτου, μια κούπα με τσάι, δυο φέτες ψωμί κι ένα κομμάτι φέτα. Εγύρισε κι εκοίταξε τον επίτροπο που είχε σκύψει το κεφάλι. Ο επίτροπος αντιλήφθηκε το βλέμμα του Ορφανού, σήκωσε το κεφάλι του και του είπε απότομα «Φάε και ντύσου γιατί μας περιμένουν», κι έπειτα σηκώθηκε και βγήκε απ’το δωμάτιο.
«Η γιαγιά της μαμάς μου σκαρφάλωσε μια μέρα και κοίταξε έξω από ένα παραθυράκι που ήτανε ψηλά. Κι είδε πτώματα πολλά. Κι ένα πτώμα ηπταν αποκεφαλισμένο. Το κεφάλι, λίγο πιο πέρα απ’το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό και τα σκουλήκια που βγαίνανε μέσα από το σαπισμένο, το μαύρο το κρέας. Λίγες μέρες μετά, οι Τούρκοι τούς έβγαλαν έξω από την αποθήκη, ήρθε κι ο δήμιος κι άρχισε να ακονίζει μπροστά τους το μαχαίρι. Κι έφεραν ψωμί να φάνε οι ετοιμοθάνατοι, γιατί η θρησκεία τους, των Τούρκων, λέει άμα σφάξεις χορτάτους δεν πιάνεται αμαρτία. Και σφάξανε και ψήσανε και τους ταΐσανε και από κείνες τις κότες που είχαν φάει πριν τα πτώματα των συγγενών τους. Και τπυς το φανερώσανε τι ήταν αυτό που φάγανε λίγο προτού να τους σφάξουνε κι αυτούς. Η γιαγιά της μάνας σώθηκε βαριά λαβωμένη, γιατί έκανε την πεθαμένη στο λάκκο με τον ασβέστη που πετάξανε μετά τα πτώματα».
Ναι, είναι συναρπαστικές οι νέες κουλτούρες που έχουμε ν’ανακαλύψουμε. «Humani nihil a me alienum», όπως λέει ο μεγάλος Λατίνος ποιητής: τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο. Μπορούμε να είμαστε παντού στο σπίτι μας. Δώστε μου ένα τραπέζι για να κάθομαι να γράφω και να διαβάζω, και την έχω την πατρίδα μου. Δεν πιστεύω ούτε στα διαβατήρια -γελοία πράγματα- ούτε στις σημαίες. Πιστεύω βαθιά στο προνόμιο της συνάντησης με το καινούργιο.
«Κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει στον τρόπο που έπινε. Ο παραγωγικός χρόνος, μέσα στα όρια του οποίου λειτουργούσε με διαύγεια, είχε αρχίσει να συρρικνώνεται, ενώ αντίστοιχα έγινε πιο απότομη η καταβύθιση του στον ασυνάρτητο και ομιχλώδη κόσμο του αλκοόλ. […] Ο Μαρκ δεν είχε πρόβλημα να είναι από εκείνους τους αλκοολικούς που έχουν πολλά στο μυαλό τους και που παιδεύονται να βρουν που έχουν βάλει τα κλειδιά τους. Αυτή η μαλακία όμως με την απαγωγή του εαυτού – που είναι σαν να απομακρύνεται από σένα και τη θέση σου να καταλαμβάνει ένας δαίμονας και την επόμενη μέρα να θυμάσαι ξανά όσα έκανες το περασμένο βράδυ και οι αναμνήσεις σου να είναι σαν σκισμένα χαρτιά∙ αυτή η αγωνία, λοιπόν, να θες να ξέρεις τι ακριβώς έχεις κάνει και συνάμα να μη θες να ξέρεις καθόλου -, τέτοιου είδους αλκοολικός δε θα ήθελε να είναι.»
«Η Ευρώπη αποτελείται από καφενεία, από cáfes. Αυτά εκτείνονται από το αγαπημένο καφενείο του Πεσσόα στη Λισαβόνα μέχρι τα cáfes της Οδησσού, που τα στοιχειώνουν οι κακοποιοί του Ισαάκ Μπάμπελ. Απλώνονται απ’ τα cáfes της Κοπεγχάγης, που προσπερνούσε ο Κίρκεγκωρ στους μοναχικούς του περιπάτους, μέχρι τους πάγκους των καφενείων του Παλέρμο. Δεν βρίσκει κανείς παλιά ή καθοριστικής σημασίας καφενεία στη Μόσχα, η οποία ήδη είναι προάστιο της Ασίας. Ελάχιστα βρίσκει στην Αγγλία, μετά από μια βραχύβια μόδα τον 18ο αιώνα. Κανένα στη βόρεια Αμερική, μ’ εξαίρεση το προκεχωρημένο γαλατικό φυλάκιο της Νέας Ορλεάνης. Χαράξτε το χάρτη των καφενείων και θα έχετε μια απ’ τις πιο ουσιαστικές οριοθετήσεις της “ιδέας της Ευρώπης».
«Η καρδιά μου πονεί για σας»: πιάνω τον εαυτό μου να συγκινείται από το β’ πληθυντικό. Να μιλάς στο αντικείμενο του πόθου σου, στον έρωτα σου, στον πληθυντικό. Να είσαι είκοσι χρονών και να ντύνεις την υγρή επιθυμία σου με την αμφίεση μιας ευπρέπειας που κρύβει επιμελώς ανομολόγητα πάθη, την ορμή του κατασπαραγμού, την αδηφαγία της κλινοπάλης.