
«Η γιαγιά της μαμάς μου σκαρφάλωσε μια μέρα και κοίταξε έξω από ένα παραθυράκι που ήτανε ψηλά. Κι είδε πτώματα πολλά. Κι ένα πτώμα ηπταν αποκεφαλισμένο. Το κεφάλι, λίγο πιο πέρα απ’το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό και τα σκουλήκια που βγαίνανε μέσα από το σαπισμένο, το μαύρο το κρέας. Λίγες μέρες μετά, οι Τούρκοι τούς έβγαλαν έξω από την αποθήκη, ήρθε κι ο δήμιος κι άρχισε να ακονίζει μπροστά τους το μαχαίρι. Κι έφεραν ψωμί να φάνε οι ετοιμοθάνατοι, γιατί η θρησκεία τους, των Τούρκων, λέει άμα σφάξεις χορτάτους δεν πιάνεται αμαρτία. Και σφάξανε και ψήσανε και τους ταΐσανε και από κείνες τις κότες που είχαν φάει πριν τα πτώματα των συγγενών τους. Και τπυς το φανερώσανε τι ήταν αυτό που φάγανε λίγο προτού να τους σφάξουνε κι αυτούς. Η γιαγιά της μάνας σώθηκε βαριά λαβωμένη, γιατί έκανε την πεθαμένη στο λάκκο με τον ασβέστη που πετάξανε μετά τα πτώματα».