με λένε Κόκκινο

Ορχάν Παμούκ – Εκδόσεις Ωκεανίδα

«Κάθε φορά που στη μικρογραφία, στη ζωγραφική, γίνεται κάτι υπέροχα ωραίο, κάθε φορά που σ’ ένα εργαστήρι γεννιέται ένα αριστούργημα που μου γεμίζει τα μάτια δάκρυα και με κάνει να ανατριχιάζω, ξέρω ότι αυτό έγινε επειδή ενώθηκαν δυο διαφορετικά μέχρι τότε πράγματα κι έχει σαν αποτέλεσμα κάτι καινούργιο και υπέροχο».

ο τόπος

Annie Ernaux – Μετάφραση: Ρίτα Κολαϊτη – Εκδόσεις Μεταίχμιο

Οταν έτρωγε, χρησιμοποιούσε μόνο τον σουγιά του, μάρκας Οπινέλ. Έκοβε το ψωμί σε μικρούς κύβους, τους στοίβαζε πλάι στο πιάτο του, κάρφωνε πάνω τους κομματάκια τυρί και αλλαντικά, και τους βουτούσε στη σάλτσα. Όταν μ’ έβλεπε ν’ αφήνω φαγητό στο πιάτο, γκρίνιαζε Το δικό του πιάτο θα μπορούσες να το βάλεις κατευθείαν στο ντουλάπι, χωρίς να το πλύνεις. Όταν τέλειωνε το φαγητό, σκούπιζε τον σουγιά πάνω στη φόρμα του. Αν είχε φάει ρέγγα, τον κάρφωνε στο χώμα για να φύγει η μυρωδιά. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, έτρωγε σούπα το πρωί, μετά άρχισε τον καφέ με γάλα, διστακτικά πρέπει να πω, θαρρείς και ενέδιδε σε κάποια γυναικεία αβρότητα.

Θα φωνάξω την αστυνομία

Μια ιστορία απώθησης και ανάκτησης
Irvin D. Yalom – Robert L.Berger, εκδόσεις Άγρα

Ξύπνησα καταϊδρωμένος. Τα σεντόνια και το μαξιλάρι μου ήταν μούσκεμα και τη στιγμή που έβγαινα απ’ τον ύπνο σκεφτόμουνα συνέχεια: “Αν είχε μπορέσει να του κάνω μαλάξεις στην καρδιά, θα του είχα σώσει τη ζωή”. Κι έπειτα ξύπνησα εντελώς, συνηδειτοποίησα πώς όλο αυτό ήταν ένα όνειρο, κι ένιωσα λιγότερη απόγνωση. Αλλά και ξύπνιος συνέχιζα να επαναλαμβάνω από μέσα μου στον εαυτό μου: “Αν είχα μπορέσει να του σώσω τη ζωή”.

αγιογραφία

Νίκος Παναγιωτόπουλος – Εκδόσεις Μεταίχμιο

«Ποιον είδες στ’ όνειρο; Σε ποιο. έλεγες να σε κρατήση και να σε σώση; Είδες πάλι τον Πρόδρομο;» Ο Ορφανός ενοχλήθηκε απ’τις καταιγιστικές ερωτήσεις του επιτρόπου. «Σε κανέναν… Κοιμόμουνα…» είπε κοφτά, κι έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι για ν’αποφύγη το βλέμμα του γέροντα. Τότε είδε δίπλα στο κρεββάτι, απιθωμένα σε μια καρέκλα φερμένη επί τούτου, μια κούπα με τσάι, δυο φέτες ψωμί κι ένα κομμάτι φέτα. Εγύρισε κι εκοίταξε τον επίτροπο που είχε σκύψει το κεφάλι. Ο επίτροπος αντιλήφθηκε το βλέμμα του Ορφανού, σήκωσε το κεφάλι του και του είπε απότομα «Φάε και ντύσου γιατί μας περιμένουν», κι έπειτα σηκώθηκε και βγήκε απ’το δωμάτιο.