Αλάτι στις πληγές όπως περνά ο χρόνος. Όπως γρήγορα και όπως έτσι.
Και το μόνο που κρατά όρθια αυτή την Αθήνα του Ιουλίου, είναι οι μελωδίες.
Τα τραγούδια που, μεσ’ την πανσέληνο, ακούγονται πίσω από τα μισάνοιχτα πατζούρια. Αν όχι τα σφαλιστά από τον φόβο που τράφηκε και έγινε τροφή για το αυγό του φιδιού σε αυτή την πόλη.
Να ταξιδέψουμε, σου λέω. Όπου και όπως μπορούμε. Και όποτε δεν, να ταξιδεύουμε εδώ. Με ό,τι όχημα βρεθεί στην κάθε μέρα. Να γίνουμε και εμείς «λαθραίοι».
Κι αν μας πιάσουν, να μας επαναπατρίσουν στη Χώρα του Ποτέ. Του Κάποτε. Στη Γη που οι κάτοικοί της φορούν σορτάκια, μετρούν τα παγωτά και τα μπάνια και ανοίγουν τα μάτια κάτω από το νερό. Υπήκοοι του θέρους.
Τώρα πρόσφυγες στον κλεινόν άστυ, αιτούντες αναγνώριση και βρόμικο ψωμί. Να μας διώξουν, πίσω. Όπως όπως.
Στη Γη των χαμηλών ανθρώπων που πετούν.
Ξημερώνει. Λαλεί ο κούκος και το αηδόνι. Repeat.