
Αυτές τις ημέρες ολοκληρώθηκε η κατασκευής μιας μεγάλης βιβλιοθήκης στο κάστρο-ρετιρέ της Ελληνορώσων, στο νέο μου σπίτι. Το σχέδιο να συγκεντρώσω όλα μου τα βιβλία μαζί, βαίνει καλώς. Κουβαλάω συνέχεια κούτες με βιβλία από το πατρικό της Νίκαιας, αδειάζοντας τις εκεί βιβλιοθήκες και γωνιές. Προχτές, ήρθε η ώρα για την κρυψώνα του θεάτρου. Έπεσα πάνω σε αγαπημένα μου βιβλία που διάβαζα ξανά και ξανά, που με αυτά ξυπνούσα και κοιμόμουν, τα μάθαινα απέξω, τσάκιζα φύλλα και υπογράμμιζα συνεχώς κομμάτια τους, προσπαθώντας, τότε, να καταλάβω τα μυστικά της λειτουργίας της θεατρικής πράξης.
Ακόμα προσπαθώ.
Σε άλλον τομέα πια, σε άλλο πόστο, ακόμα προσπαθώ να δω από μέσα την (ανα)παράσταση του φαινομένου της ζωής. Όμως πια, χωρίς να έχω κάτω από τη μασχάλη μου εκείνους που με ενέπνευσαν και με οδηγούσαν.
Αυτούς που συνάντησα, σήμερα, λόγω της μετακόμισης, τόσο καιρό μετά: Τον Μάμετ, τον Όιντα, τον Μπάρμπα, τον αγαπημένο μου Πήτερ Μπρουκ.
Κι αν «έφτασε ή ώρα να το πω», που λέει και ο Ποιητής, πως «άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ γι’ αλλού, γι’ αλλού ξεκίνησα», δεν είναι επειδή έχω το «Παράπονο» του τίτλου του – ζούμε τις επιλογές μας, άλλωστε- αλλά για να διασώσω μέσα μου, σκόρπια έστω, κομμάτια από εκείνη την όρεξη, τη γλύκα, από εκείνον το κόσμο που έχει μέσα του τόση ποίηση όση και πραγματικότητα, που απαιτεί αφοσίωση, την οποία εγώ μπορεί να μην του έδωσα αλλά προσήλθα σε αυτόν… διαθέσιμος.
Κι τέτοιος θέλω να παραμένω, όπου και αν με οδηγούν οι επιλογές μου: Σαν να είμαι δηλαδή εγώ, κι όχι άλλος.