Η ομιλία του Obama θα μπορούσε να είναι βασανιστική για κάποιους Έλληνες. Αλλα δεν ήταν. Δυστυχώς.

image

Φαντάζομαι οτι η σημερινή ομιλία του Obama θα μπορούσε να ηχήσει βασανιστικά στ’ αυτιά των περισσότερων Ελληνων καθώς ριχνει ένα ένα τα ιδεοληπτικά τείχη με τα οποία μεγαλώσαμε δεκαετίες τώρα: Η λειτουργία της [δυτικής, αστικής, αντιπροσωπευτικής] δημοκρατίας, ο κόσμος μας που σήμερα -παρά τα όσα συμβαίνουν- είναι ο καλύτερος από ποτέ για τους περισσότερους κατοίκους αυτού του πλανήτη, οι δυσκολίες που δεν πρέπει να μας κάνουν να στρεφόμαστε στα κακά που μας εφεραν ως εδώ αλλα να προσπαθούμε να ενισχύσουμε τα θετικά – τους θεσμούς, την ελευθερία, την ανεκτικότητα στο διαφορετικό, η τεχνολογία που μας απελευθερώνει και δεν πρέπει να μας φοβίζει, ο πολυμορφικός κόσμος που είναι ευκαιρία δημιουργίας αλλα και προοπτική ενότητας, η πρόοδος που δεν είναι ποτέ εγγυημένη και θα πρέπει να την κατακτά κάθε γενιά.

Θα ήταν βασανιστική αν δεν υπήρχε η βαθειά, αγιάτρευτη (;), από αιώνες ρήξη μας με το Σήμερα. Δεν ήταν, μια που εξαρχής απορρίπτουμε τον μαύρο / πίθηκο / καπιτάλα / ιμπεριαλιστή και όλα αυτά που διάβασα στο διαδίκτυο αυτές τις ημέρες.

Για τους περισσότερους, ναι, θα ήταν βασανιστική. Όχι για όλους. Όχι για αυτούς που τα λένε δεκαετίες τώρα, αιρετικοί και στο περιθώριο από την ελληνική κοινωνία που ακολουθεί τον κάθε αγράμματο καραμπουζουκλή.[ Θέλω να πω, σα να άκουγα και λίγο τον Δήμου σήμερα.]

Αν ήταν για κάποιους βασανιστική, ίσως ήταν για εμάς, τους υπόλοιπους, που “απλώς” σιωπούμε. Προσωπικά, από το περσινό δημοψήφισμα και μετά, δεν αισθάνομαι καμιά ανάγκη να εμπλακώ δημοσίως με τα της Πολιτείας. Έγινε ένα κλικ μέσα μου ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα καν να συνεννοηθούμε. 

Γι’ αυτό και –μετά από αυτό- ξαναγίνομαι “ιδιώτης”.

A/ROMA: 4 χρόνια ανάσκελα, αιώνες μετά

image

Δε θα γράψω πολλά για το ταξίδι μου στη Ρώμη. Κυρίως γιατί έχει περάσει καιρός (Μάρτιος ’16) και ξεχνώ. Ίσως και καλύτερα, για να γράψω μόνο την ουσία, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα τότε και ακόμα το θυμάμαι.

Να πω εδώ πως όταν μιλάω για συμπέρασμα δεν εννοώ ότι η Ρώμη είναι τάδε ή Ιταλοί είναι έτσι κλπ κλπ. Δε μου αρέσουν οι γενικότητες και ποτέ δεν έχω την ανάγκη να καταλήξω σε συμπεράσματα. Πουθενά. Ας το πούμε λοιπόν, «μια σκέψη» που μου γεννήθηκε περπατώντας στους δρόμους της Ρώμης και … τρώγοντας:

Στην Ιταλία είχα ξαναπάει πολλές φορές. Κυρίως στη Βόρεια όταν σπούδαζα στη Λουμπλιάνα της Σλοβενίας. Στη Ρώμη όμως ποτέ. Τι να πει κανείς για την ποικιλία και το μέγεθος των αρχαιοτήτων σε αυτή την πόλη. Πάντου: όπου κι αν γυρίσεις, σε όποιο σοκάκι κι αν στρίψεις θα πέσεις πάνω σε ένα μνημείο / μουσείο / ιστορικά κτήρια κλπ. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη δυτική μητρόπολη με τέτοια γκάμα! Εξήγηση φυσικά υπάρχει αν κοιτάξει κανείς τoν Ρωμαϊκό πολιτισμό αλλά και την ικανότητα που είχαν οι Ρωμαίοι να προσετερίζονται πολιτισμούς, να τους αντιγράφουν και να τους αποδίδουν με το –περίπου- δικό τους ύφος και μέγεθος.

Τόσοι και τόσοι άνθρωποι έφαγαν τη ζωή τους στα θέμελια, στα εργαστήρια, στα γιαπιά και στις ταράτσες της Ρώμης δουλεύοντας ξανά και ξανά πάνω στην Τέχνη τους, βάζοντας τα όρια της ένα μέτρο πιο κει. Ο Μιχαήλ Άγγελος, ας πούμε, που πέρασε 4 χρόνια ανάσκελα στις σκαλωσιές του ταβανιού της Καπέλας Σιξτίνα για να ολοκληρώσει το αξεπέραστο αυτό έργο.

Και όχι μόνο, περπατώντας τους δρόμους της Ρώμης, ανάμεσα στα σύγχρονα μαγαζιά και τα τουριστικά στέκια μετράς πόσος χρόνος αφιερώθηκε σε όλα αυτα τα δημιουργήματα. Αλλά και πόσος χώρος ε; Τι σημασία είχε η Τέχνη για τη ζωή των ανθρώπων κατά περιόδους και πόσο αυτή η παραγωγή εξαπλωνόταν σε κάθε μορφή της πόλης. Από τη ζωγραφική στην αρχιτεκτονική και από εκεί στη γλυπτική, το θέατρο και την ποίηση.

Βλέπεις όμως και πόση σημασία έχει για κάποιες πόλεις και σήμερα, ό,τι τους έχει παραδοθεί από το χτες. Πόσο το σέβονται, πόσο το αναδεικνύουν, πόσο το εκμεταλλεύονται.

Με τόσο περπάτημα, κάποια στιγμή πεινάσαμε και μπήκαμε τυχαία και βιαστικά – μια που έβρεχε-σε ένα εστιατόριο. Έφερνε σε ταβέρνα περισσότερο. Τίποτα σπουδαίο. Και το φαγητό της τελικά. Μετριότατο. Όμως, όσοι ώρα καθίσαμε, έμπαινε κόσμος και έβγαινε συνέχεια. Δεν ήταν γεμάτο ποτέ το μαγαζί, όμως είχε συνέχεια κίνηση, κυρίως από τουρίστες. Και σίγουρα όχι εξαιτίας του φαγητού που προσέφερε ή της διαφήμισης που (σίγουρα και ποτέ δεν) έκανε.

Γιατί είχε κίνηση αυτό το μαγαζί; Μα γιατί φυσικά ο Ντα Βίντσι πέρασε έφαγε την πλάτη του 4 χρόνια στις σκαλωσιές της Καπέλα Σιξτίνα.

Κακά τα ψέματα:

– Η εμπορική κίνηση και η οικονομική ανάπτυξη, πάντα και παντού, δημιουργούσε άνθιση του πολιτισμού.
– Ο σεβασμός και η αξιοποίηση των παραγώμενων του πολιτισμού φέρνει εμπορική κίνηση και οικονομική ανάπτυξη ακόμα και χρόνια, πολλά χρόνια μετά.

Αθήνα ακούς;

[Δες εικόνες από το ταξίδι μου στη Ρώμη στο fayumpix.tumblr.com]

Δεν είναι καινούργια πράγματα αυτά. Από τη μέλαινα χολή του Ιπποκράτη που προκαλούσε δυσθυμία, φόβο και εν τέλει μελαγχολία, μέχρι τον Αριστοτέλη που στο «Μελαγχολία και ιδιοφυΐα» (εκδ. Άγρα) αναρωτιέται «Για ποιον λόγο όλοι όσοι έχουν αναδειχθεί εξαίρετοι στη φιλοσοφία ή στην πολιτική ή στην ποίηση ή στις τέχνες είναι εµφανώς µελαγχολικοί;», οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η Κούραση της καρδιάς, τα πεσμένα κέφια της ύπαρξης, είναι γνώρισμα των ποιητών και δεν πρέπει να δαιμονοποιείται, διότι είναι απλώς έκκριση ενός χυμού. Δεν φταίει ο άνθρωπος, αλλά κάτι οργανικό, στο σώμα του. Όπως όταν σπάει, ας πούμε, μια ηρωίδα του Τενεσί Ουίλιαμς. Αυτή η σακατεμένη μουσική που βγαίνει από τη νευρασθένειά της, έτσι όπως είναι ανίκανη να κάνει την παραμικρή πρακτική κίνηση, πόσο μάλλον δουλειά, έχει κάτι καλλιτεχνικό εν τη δυσπραγία του.

http://www.lifo.gr/print/editorial/118895

Στη Χίο, όταν μια γυναίκα έμενε χήρα και αποφάσιζε να μην παντρευτεί ξανά, ήταν υποχρεωμένη από το νόμο να πληρώνει κάθε χρόνο έναν φόρο που ονομαζόταν “αργομουνιάτικος”. Αν τελικά αποφάσιζε να παντρευτεί, έπαυε να τον πληρώνει.

Να αμφιβάλλεις: αυτό σημαίνει «γράφω».
Να αμφιβάλλεις, και να συνεχίζεις. Να το κατανικάς, να το ξεχνάς, να το αφήνεις πίσω σου, να επιμένεις, να βαδίζεις πάνω στα χνάρια που χάραξες παλιά, πριν καν ξεκινήσεις.
Να αμφιβάλλεις, και να συνεχίζεις.
Φορώντας τα καλά σου.

Πώς θα ξεχωρίσουμε από τον «χύδην όχλο»; Διαβάζοντας τα δύσκολα και τα δυσνόητα (που τάχα μόνον εμείς καταλαβαίνουμε). Και περιφρονώντας τα εύκολα και ευχάριστα. Η τέχνη για εμάς δεν είναι τέρψη – είναι πρόβλημα, γρίφος, οδύνη, άχθος, αγωνία και άγχος.

Κι αν ένα έργο έχει κάνει πολλές εκδόσεις, τότε αποκλείεται να είσαι σημαντικό – καθότι λαϊκό (Άμοιρε Τολστόι)! Κι αν μας δίνει ευχαρίστηση –ώ! Του κρύπτο-πουριτανισμού!-, είναι φτηνό και δεύτερο. «Τι είπατε; Καλογραμμένο βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα; Ε! Αυτό σημαίνει σαφώς πως δεν είναι λογοτεχνία!»

Α! Μωρές Σουσούδες της τέχνης – μεγαλόσχημοι κριτικοί και σχολιογράφοι που κατατρομάζετε το κοινό, ζωγραφίζοντας την ομορφιά με μαύρα χρώματα! Άξιζε να σας περιλάβουν ο Σουίφτ, ο Ροΐδης κι ο Βολτέρος (όλοι «εύκολοι» και ευχάριστοι», γιατί εγώ δεν βρίσκω αρκετά λόγια να σας ξεφωνίσω. Τάχα λοιπόν χορτάσατε τους κλασικούς – και τώρα πια ακούτε μόνον Ξενάκις. Και δεν υποπτευθήκατε ποτέ ότι ο «ευχάριστος» μπορεί να είναι δέκα φορές πιο βαθύς από τους δυσκοίλιους – και δέκα φορές πιο ευεργετικός.

Ο Δίας μοίραζε χαρίσματα στα ζώα: Στο άλογο έδωσε ομορφιά, στο λιοντάρι δύναμη, στον ελέφαντα όγκο, στο λαγό γρηγοράδα, στη χελώνα καβούκι, στα ψάρια ουρές, στους αετούς δυνατές φτερούγες. Ο άνθρωπος ζήλεψε: “Εμένα τι θα μου δώσεις;” ρώτησε. Ο Δίας αποκρίθηκε: “Σου χάρισα το λογικό, που είναι το πιο δυνατό από όλα”.

To νησί της καταγωγής των γονιών της ήταν πάντοτε για την Ανατολή ένα άπιαστο όνειρο. Η μητέρα της, η Αγγέλικα, κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια προξενεμένη νύφη, για να παντρευτεί τον φτασμένο ήδη νησιώτη έμπορο. Η Αγγέλικα ήταν όμορφη στα νιάτα της και πρώτη νοικοκυρά στην κουζίνα και στα εργόχειρα. Έφτιαχνε ωραίο ζυμωτό ψωμί και παξιμάδι, πίτες, χορτόπιτες νοστιμότατες και τυρί λευκό τριμμένο, αυτό που οι Μυκονιάτες το λένε «κοπανιστή», με όλα τα ευωδιαστά μυρωδικά που μπορεί να βάλει ο νους σου: από θυμάρι μέχρι άνηθο κι από ρίγανη μέχρι θρούμπη. Εφτιαχνε με τα χέρια της και το σαπούνι του σπιτιού από λάδι, ποτάσα και νερό σε ορισμένες αναλογίες. Όταν πλενόσουν μ’ αυτό το σαπούνι, σου περνούσαν και τα δερματικά και τα πάντα και τα μαλλιά σου γιάλιζαν από υγεία και ομορφιά. Γνώριζε πολύ καλά την ομιλία του νησιού, από τους γονείς και τους προγενέστερους συγγενείς της. Μια ομιλία που είχε ομηρικές καταβολές.

Μου αρέσει να λέω «ΝΑΙ». Μου αρέσουν τα καινουργια πραγματα, πρότζεκτ, σχέδια, να φέρνω ανθρώπους σε επαφή, να δοκιμάζω κάτι ακόμα και αν φαίνεται σαχλό ή ηλίθιο. Οι άνθρωποι που φωνάζουν «Ξεπουλημένε» στην ουσία φωνάζουν «ΟΧΙ». Είναι οι άνθρωποι που δε θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα ποτέ.

Η δημιουργική ζωή όμως έχει να κάνει κυρίως με την αλλαγή –να προχωράς μπροστά, να παίρνεις ευκαιρίες, να ανακαλύπτεις νέα όρια.

Να είσαι φιλόδοξος. Κράτα τον εαυτό σου απασχολημένο. Μην περιορίζεις τον εαυτό σου για να είσαι «αληθινός» και να μην «ξεπουληθείς».  Δοκίμασε νέα πράγματα.