Ljubljana, Χειμώνας 2002. Στο διαμέρισμα των φοιτητικών εστιών τρώμε μεσημεριανό, εγώ και οι 11 σλοβένοι-ες συγκάτοικοι. Στην κρατική τηλεόραση διαφημίζει τη νυχτερινή προβολή: «To μετέωρο βήμα του πελαργού», στις 22:00 ακριβώς. «Είναι Έλληνας. Θα τον δούμε;» «Είναι καλό;» «Είναι ιδιαίτερος. Θα κεράσω και ουίσκι», τους ρίχνω το δέλεαρ.
Δεν τους λέω ότι στη χώρα μου ο σκηνοθέτης είναι ανέκδοτο. Δεν έχει σημασία. Άλλωστε ζούμε σε μια εποχή που δεν αντιμετωπίζουμε τα έργα τέχνης ως προτάσεις, ως απόπειρες αλλά ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους για να δούμε-κρίνουμε αν «είναι καλά» (ούτε καν αν αρέσουν σε εμάς)!
Πάω σούπερ μάρκετ λοιπόν και αγοράζω ένα τζόννυ κόκκινο. Το βράδυ είμαστε όντως όλοι στημένοι μπροστά στην παλιά τηλεόραση στην κουζίνα μας και περιμένουμε να αρχίσει η ταινία. Επόμενο πλάνο… 2 ώρες μετά, εγώ μόνος μου μπροστά στην οθόνη με ό,τι απέμεινε απ’ το ουίσκι. Οι υπόλοιποι σιγά σιγά την κάνανε!
Είπαμε ρε παιδιά, είναι ιδιαίτερος…
Μου άρεσε – όταν μπορούσα να τον αντέξω- γιατί ήταν απόλυτα προσωπικός και πολιτικός, και μακριά από ομοιομορφίες.
Δεν τον ήξερα προσωπικώς. Μόνο μια φορά, πέρσι, έτυχε να βρεθούμε στην ίδια παρέα κοινών γνωστών, σε ένα μπαράκι των Αθηνών. Μου έκανε εντύπωση η ζωντάνια του και το χαλαρό – λιτό – του ύφος. Τολμώ να πω νεανικό. Καμία σχέση με την –παππουδίστικη- εικόνα του ανθρώπου που έπαιρνα μέσα από τις συνεντεύξεις του. Ακόμα και αυτές τις μέρες που τον ξαναπροβάλουν τα κανάλια, δε βρίσκω πολλές ομοιότητες με τον άνθρωπο που είχα δίπλα μου εκείνο το βράδυ.
Το παρόν δε γράφεται όμως για τον θάνατο του αλλά για τον λόγο του θανάτου του. Ο Αγγελόπουλος είχε ζητήσει από τη Τροχαία να δεσμεύσει μια περιοχή στη Δραπετσώνα για λίγες μέρες για τα γυρίσματα του. Το προχθεσινό βράδυ έφυγε από τον ασφαλή χώρο των γυρισμάτων και πέρασε μέσα στη νύχτα απένταντι στο δρόμο… προς αναζήτηση καλύτερου πλάνου.
Δεν ήταν ευχαριστημένος και, ανήσυχος, ρίσκαρε για να αναζητήσει το ιδανικό πλάνο.
Με καταλαβαίνεις ε;