
Καταρχήν, δεν υπάρχει κανείς που να μη θυμάται πού ήταν το βράδυ της 14ης Ιουνίου 1987 (εφόσον τότε ήταν σε ηλικία που έστω περπατούσε). Τόσο καθοριστική στάθηκε αυτή η βραδιά για τη ζωή όλων μας. Μετά από αυτό, για το μόνο γεγονός που νομίζω θυμόμαστε όλοι το πού βρισκόμασταν, είναι ο σεισμός της Αθήνας του 1999.
Εγώ βρισκόμουν στα ξαδέρφια μου από την Ικαρία, στη Λαμπρινή και βλέπαμε τον Αγώνα. Θυμάμαι και τον χαμό μετά, αλλά αυτό προφανώς είναι κάτι που το ζήσαμε όλοι μαζί, αφού γίναμε ένα στον δρόμο.
Τι συνέβη πριν από το Ευρωμπάσκετ, δε μπορώ να θυμηθώ και πολύ καλά (γιατί τότε ήμουν 7 ετών). Από τη μνήμη, ξεπετάγεται μόνο, αχνά, μια εικόνα: Όλη η οικογένεια μπροστά στην τηλεόραση να βλέπουμε μπάσκετ και να κάνουμε πλάκα με αυτό τον παίκτη που σούταρε με «αστείο» (= ιδιαίτερο) τρόπο. (Λες και ξέραμε και απο πριν πώς σουτάρουν οι άνθρωποι). Να δεις πώς τον είπαμε. Πώς τον λένε, ρε μπαμπα;… Α ναι, Νίκο Γκάλη. Το πιστεύεις; Δεν τον γνωρίζαμε ακόμα.
Τι συνέβη μετά, όλοι το ξέρουμε: Οι γειτονιές γέμισαν μπασκέτες και το ελληνικό μπάσκετ βασίλευσε στην Ευρώπη. Και ακόμα το κάνει.
Συνέβησαν και άλλα πράγματα όμως, με αφορμή αυτό: Ο έρωτας της δικιάς μου γενιάς (και της προηγούμενης) με παίκτες – φιγούρες – σύμβολα σαν τον Γιαννάκη και τα άλλα παιδιά. Ένας Έρωτας που κρατάει μέχρι σήμερα και δεν έχει να κάνει μόνο με τη νοσταλγία αλλά και με την Πολιτεία όλων αυτών, και μερικών ακόμα. Στην αρχή δεν ήταν συνειδητό, με τα χρόνια όμως ήρθε το γιατί:
Αυτή η γενιά των μπασκετόφιλων, έγινε “φυλή”, με τον καιρό προστέθηκαν και άλλοι. Και άλλοι προστέθηκαν όμως και στους ίδιους τους παίκτες, οι νέες γενιές Ελλήνων καλαθοσφαιριστών. Όλοι τους συντονισμένοι στην ίδια “περιοχή”: Εκείνη του καλύτερου προσώπου των Νεοελλήνων.
Του ανθρώπου εκείνου που κρατώντας ό,τι χρειάζεται απο το παρελθόν, χωνεμένο, δρα στο σήμερα, προκόβει και ξεχωρίζει. Με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: Ταλέντο, δουλειά, γνώση και μελέτη για τον τομέα του, δουλειά, μετριοφροσύνη, προσπάθεια, δουλειά, ομαδικότητα, αναγνώριση προς όσους τα έχουν καταφέρει μέχρι τώρα, επαγγελματική εξέλιξη (- λεφτά), διακρίσεις και, κυρίω έναν σεβασμό προς τον άλλον (τον αντίπαλο) και μια κουλτούρα σύγχρονου παγκόσμιου ατόμου που χωρίς να χάνει το στίγμα της καταγωγής του, περιφρονεί όλες εκείνες τις εθνικιστικές αρλούμπες.
Αυτοί οι άνθρωποι εκπέμπουν με τον καλύτερο τρόπο ό,τι καλύτερο μπορούμε να είμαστε. Και μόνο τυχαίο δεν είναι που αυτή η κουλτούρα πέρασε και στους νεότερους, τον Σιγάλα, Παπαλουκά, τον Διαμαντίδη, τον Μπουρούση, κ.ά.
Και πέρασε, αν μου επιτρέπετε και στους φιλάθλους αυτής της “φυλής”. Φυσικά δεν αναφέρομαι στα ζώα που διέκοψαν τον πρόσφατο τελικό πρωταθλήματος μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού. Ίσως αυτό έσωσε το ελληνικό μπάσκετ, ότι δεν έγινε ποτέ το «λαϊκό άθλημα», αν και οι πρωταγωνιστές του είναι κατεξοχήν παιδιά αυτού του λαού.
Ούτε τυχαίο είναι που όλο αυτό το κλίμα αποτυπώθηκε από τον Πορτοκάλογλου, ο οποίος ανήκει επίσης σε αυτή τη «φυλή» και πάντα αυτό έκανε: Τοποθετούσε τη χώρα μπροστά στον καθρέφτη της, δίνοντας τον καλύτερο του εαυτό.
Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, παρακολουθώ την τελετή για την επέτειο των 30 χρόνων (μα γιατί δεν έγινε μια φιέστα στο ΣΕΦ να παρελάσουν από εκεί όλες οι Εθνικές Μπάσκετ της χώρας;) και ετοιμάζομαι να ξαναδώ τον τελικό του 1987.
Και, νομίζω, είναι η πρώτη φορά που γράφω ένα τέτοιο κείμενο. Αλλά για μένα δεν είναι «επετειακό» το θέμα. Είναι κάτι που με καθορίζει και με καθοδηγεί. Και, κυρίως, το απολαμβάνω ως φίλαλθος.
Για όλα τα παραπάνω, τους ευχαριστώ.