Ο Εκκλησιαστής και τα «Αμαλιώτικα»

Τυχαία αυτό το κείμενο για τη ματαιότητα γράφεται την τελευταία ημέρα του χρόνου. Όσο τυχαία μπορεί να είναι τα πράγματα. [Απλώς σήμερα βρήκα χρόνο].

Ήθελα καιρό να γράψω για τον Εκκλησιαστή, μία καινούργια έκδοση των νέων εκδόσεων ΔΩΜΑ. Στο εξαιρετικό επίμετρο του Θάνου Σαμαρτζή θα βρείτε όλες τις πληροφορίες για τη σπουδαιότητα αλλά και την διαφορετικότητα αυτού του έργου. Το πώς τοποθετεί τον Θεό και τη σχέση του μαζί μας, τον ανθρώπινο βίο και το νόημα του αλλά και την πορεία του έργου μέσα στον χρόνο. Να πούμε μόνο πως είναι ένα από τα βιβλία που απαρτίζουν και την χριστιανική Παλαιά Διαθήκη και την εβραϊκή Βίβλο.

Και είναι τόσο ενδιαφέρον που κατάφερε να τρυπώσει στα Ιερά Κείμενα ακριβώς γιατί αποκλείει τη μεταθάνατο ζωή κάνοντας λόγο ξανά και ξανά για το ότι η ζωή με τον θάνατο τελειώνει μια που ο άνθρωπος χάνεται για πάντα, όπως τα ζώα.

Και όχι μόνο αυτό: Το πνεύμα του Εκκλησιαστή –ακριβώς λόγω του οριστικού μας τέλους- διαπότισε το μήνυμα του:

«Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης»

Αμέσως μου έκανε κλικ η έκφραση αυτή γιατί, για κάποιο λόγο που θα σας πω αμέσως και εν συντομία, την έχω ακούσει πολλές φορές και από πολύ μικρός.

Στην Ικαρία, από όπου κατάγομαι, υπάρχει το Αμάλου. Το χωριό που γεννήθηκε ο πατέρας μου. Ανήκει στα χωριά του «Πάπα» (του ακρωτηρίου «Κάβο Πάπας») και οι Παπιστάνοι – πόσο μάλλον οι Αμαλιώτες- θεωρούνται ιδιαίτεροι άνθρωποι. Ζουν σε δύσκολες συνθήκες αλλά αγαπούν το γλέντι, το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, και τις τελευταίες δεκαετίες με την εισαγωγή της τεχνολογίας στη ζωή μας, έχουν ανακαλύψει διάφορα σπάνια άσματα [αλλά και μοναδικούς καλλιτέχνες]. Αυτά –μεταξύ σοβαρού και αστείου- τα λέμε «Αμαλιώτικα». Είτε γιατί μας τα έχει μάθει κάποιος φίλος – συγγενής Αμαλιώτης, είτε γιατί είναι τόσο άγνωστα , συγκεκριμένα και ιδιαίτερα που κάλλιστα θα μπορούσαν να ανήκουν σε αυτή την κατηγορία: Στα τραγούδια που διασκεδάζουν τους Αμαλιώτες (- Παπιστάνους). Φαντάσου ας πούμε ότι ο πιο γνωστός καλλιτέχνης των «Αμαλιώτικων» είναι ο Ζαγοραίος.

Ένα λοιπόν από τα τραγούδια που από πολύ μικρός έβλεπα να τραγουδούν και να χορεύουν [και ακόμα το κάνουν, κι εγώ μαζί τους] ήταν το «Αν είχαν οι καρδιές φωνή». Μόλις διάβασα τον Εκκλησιαστή, μου ήρθε αμέσως η διακειμενική συγγένεια με τους στίχους του άσματος… έψαξα στο youtube και το βρήκα: Μουσική: Νίκος Παταβούκας, Στίχοι & Ερμηνεία: Κλεοπάτρα (!!!!). Έτος κυκλοφορίας: 1987.

Το ρεφρέν του λοιπόν λέει:

«Μάταιος κόσμος τα πάντα ματαιότης
αυτός είναι ο άνθρωπος, αυτή η άνθρωποτης»!

Μου φάνηκε τόσο μα τόσο ενδιαφέρον που τα λόγια του Εκκλησιαστή έφτασαν ανεξίτηλα μέχρι και σήμερα, προφυλαγμένα –αν και σαν μαύρο πρόβατο- μέσα στην κιβωτό του θρησκευτικού δόγματος, για να αναδειχθούν σχεδόν αυτούσια σε ένα λαϊκό τραγούδι.

Δεν έχω καμία ανάγκη να κλείσω το τελευταίο μου post για το 2017 με ένα «αλλά», «ματαιότης μεν αλλά…». Όντας ένας άνθρωπος που έχει ταλαιπωρηθεί πολλαπλώς από την κατάθλιψη, δε μου είναι χρήσιμα (μακάρι να ήταν) τα μηνύματα – moto που χτυπούν την πλάτη σου ως «έλα τώρα σταμάτα, όλα θα πάνε καλά» για να πάμε την κουβέντα παραπάνω.

Όμως έχω μια γονιδιακή αποστροφή ως προς τη μιζέρια. Ενθυμούμενος λοιπόν τους όμορφους Αμαλιώτες, την άξια ζωή τους και τα πηγαία γλέντια τους, δε μπορώ να μη βρω ένα ακόμα σημείο επαφής με τον Εκκλησιαστή:

Στην προσπάθεια του να βρει ένα κάποιο νόημα, αναφέρει αυτό και μόνο:

«Ξέρω πως καλό στον κόσμο δεν υπάρχει
πλην η χαρά της ζωής
και ο καλός αγώνας»
(3:12)

Καλούς αγώνες, λοιπόν, απέναντι σε αυτό το Σφαγείο της ζωής. Και του Χρόνου.

Και την καρδιά μου ρώτησα
αν στο κρασί θα έπρεπε
να δώσω το κορμί μου.

Μα την καρδιά μου οδήγαγε
ακόμα η λογική μου.

Και είπα “δε θα τρελαθώ!”
μέχρι να βρω το πράγμα αυτό
που ‘χει να κάνει ο άνθρωπος,
στις μετρημένες μέρες της ζωής
που έχει για να ζήσει,
που να ‘ναι αληθινά καλό.

… πήρα ένα χασαπομάχαιρο από την κουζίνα και πήγα στο δωμάτιο μου και , αφού έγραψα ένα σημείωμα στους γονείς μου (Λυπάμαι, ήταν η ουσία), και ένα άλλο στον Γκίλμπερτ (Έχω αγαπήσει, έτσι αναχωρώ πλήρης), έκοψα τους καρπούς μου πολύ άγρια και αδέξια πάνω από μια πορσελάνινη μπανιέρα.
Καθώς μ’ έπιασε ναυτία σαν είδα το αίμα και την άξαφνη κρουστική του κοκκινίλα στη λευκότητα της μπανιέρας, κάθισα ζαβλακωμένος στο δάπεδο, κι εκείνη τη στιγμή –ναι, ντρέπομαι λίγο, αλλά πρέπει να στο πω: «άλλαξα γνώμη». Μονάχα τότε (σχεδόν στο κατώφλι της εξόδου, ας πούμε) συνειδητοποίησα πόσο ανείπωτα «όμορφος» είναι ο κόσμος, με τι ακρίβεια καμωμένος για την απόλαυση μας, και κατάλαβα ότι ήμουν στα πρόθυρα να χαραμίσω ένα θεσπέσιο δώρο, το δώρο του να μου επιτρέπεται κάθε μέρα να περιπλανιέμαι σ’ αυτόν τον αχανή αισθησιακό παράδεισο, σ’ αυτό το μεγαλειώδες παζάρι που είναι όμορφα κατάφορτο με κάθε εξαίσιο πράγμα…

Η ιδιαιτερότητα του εθνορομαντισμού συνίσταται στο ότι ασκεί κατά βάση πολιτισμική κριτική και, για να θυμηθώ τους πολυτραγουδισμένους στίχους του Άλκη Αλκαίου, δεν καταλαβαίνει «τι λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί…». Φυσικά η αριστοκρατική περιφρόνηση για τον λογισμό ως υπολογισμό, και για την ίδια τη λογική του αριθμού, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μια κληρονομιάς με πολλά πρόσωπα και στάσεις σε όλη την Ευρώπη. Στόχος της είναι ο «φιλισταίος», δηλαδή ο κουτός ή στενοκέφαλος αστός… Είναι μια στάστη που φέρνει κοντά καθολικούς χριστιανούς της Δεξιάς. Είναι μια στάση που φέρνει κοντά καθολικούς χριστιανούς της Δεξιάς και της Αριστεράς, συντηριτικούς Επαναστάτες, ριζοσπάστες της Άκρας Δεξιάς και ιδεαλιστές «αντικομφορμιστές» κάθε λογής.
Είναι με άλλα λόγια, μια παλαιά και σοβαρή ιστορία με ιστορικό, φιλοσοφικό και θεολογικό βάθος: από τη χριστιανική καταδίκη των Πλουσίων, την περιφρόνηση προς τις χαμηλής στάθμης αστικο-ωφελιμιστικές αξίες, έως την αυτοαποθέωση του καλλιτέχνη ως μοναδικού κατόχου των μυστικών μια ποιοτικής νεωτερικότητας. Όλες οι οικογένειες της αντι-οικονομικής ανθρωποσοφίας, παρά τις αντιθέσεις που τις χωρίζουν, συγκλίνουν στο εξής: η ψυχή (ενός) λαού είναι ένας άπειρος πλούτος που, όπως το καλό ποίημα, «χάνεται στη μετάφραση». Στην όψιμη ελληνική μετάφραση αυτής της κληρονομιάς, στόχος θα γίνει ο «ευρωπαϊσμός»: Με μια λέξη, οι πολιτικές, διοικητικές, οικονομικές τεχνολογίες του ευρωπαϊσμού θα κατηγορηθούν ως προδοσία/παραποίηση ενός ανυπολόγιστου λαϊκού πλούτου.
Νομίζω ότι μια από τις πηγές του αντιμνημονίου ήταν αυτή η «αντιοικονομική» βιοσοφία με ποικίλη προέλευση: τον ορθόδοξο αντιδυτικισμό, κάποιες αριστερές θεωρίες της ξένης εξάρτησης (ξενοκρατίας) και μια ρομαντική φιλοσοφία για την ελληνική ζωή ως απειλούμενο τόπο (της) αυθεντικότητας…
Τι κάνει ο εθνορομαντισμός; Υπόσχεται ουσιαστικά την έξοδο του πνεύματος από την κρίση του, της χώρας από τον θάνατο της, των ατομικών ψυχών από τη σύγχηση και την απώλεια αναφορών. Αυτή είναι η συγγένιας του με σχήματα ριζοσπαστικού ανθρωπισμού αριστερής ή νεοαναρχικής κοπής. Υπόσχονται άπαντες την ανάκτηση του ιστορικού βάθους του ελληνισμού (ο εθνορομαντισμός) ή μιας ανταγωνιστικής λαϊκότητας/ταξικότητας (ο μαρξογενής ή αναρχικός ριζοσπαστισμός).
Αλλά οι λόγιες και φιλοσοφίζουσες διαστάσεις δεν θα άγγιζαν πολλούς, αν δεν έβρισκαν πρόσβαση στη μαζική δημοκρατία της γνώμης και στις εκλαϊκευμένες δόξες. …
Ένας Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ένας Αλκίνοος Ιωαννίδης ή ένας Γιάννης Μακριδάκης ακούγονται μέσα από τα ηχητικά συστήματα ενός Λαζόπουλου ή ενός Κραουνάκη, ενός οποιουδήποτε δημοφιλούς αστέρα – πολέμιου της «γερμανικής επικυριαρχίας» και της «ανθελληνικής Ευρώπης».
Με τούτο θέλω να πω ότι η εθνορομαντική κριτική του πολιτισμού μεταβάλλεται σε κοινότοπο εθνικισμό, ανεξάρτητα από τις αποχρώσεις, τις ποσότητες νοήματος ή τις ιδιαίτερες στοχεύεις των καλλιτεχνών που αρθρώσαν αυτη την κριτική…
Η αίσθηση ότι έχουμε χάσει από καιρόν τον εαυτό μας («τη μνήμη, την ταυτότητα, το κέντρο, την προοπτική»), και ότι ο καρπός αυτής της απώλειας είναι όλες μας οι άλλες απώλειες, ενώνει διαφορετικά βλέματα γύρω από έναν κοινό τόπο και στόχο: την ανάκτηση της ελληνικής ταυτότητας…
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον ισχυρισμό για το κενό ή της ανοησίες της σύγχρονης πνευματικής παραγωγής, με άλλα λόγια τη γνωστή καταγγελία της υποκουλτούρας και των σχέσεων της με τις προθέσεις και τα σχέδια της εξουσίας. Γιατί κάτι τέτοιο να σχετίζεται, κυρίως αν όχι αποκλειστικά, με την απώλεια του «κέντρου» της ελληνικής ταυτότητας; Για ποιο λόγο μια σχεδόν παγκόσμια συζήτηση, πολλών πια δεκαετιών, για τους μετασχηματισμούς στη σύγχρονη πολιτιστική βιομηχανία και για τις δυσκολίες μετάδοσης της γνώσης και των αξιών στο καθεστώς της ύστερης νεοτερικότητας, πρέπει, σώνει και καλά, να συναρτάται με τις δυσκολίες και τα πάθη της δικής μας νεοελληνικής ταυτότητας; Ποιο ειδικό προνόμιο έχει η σημερινή ελληνική διερώτηση σε σχέση με τους προβληματισμούς, που εμφανίζονται σε πλήθος χώρες για την περιώνυμη κρίση αξιών και σχεδίων της Δύσης;…
Ο εθνορομαντισμός στη φάση των Αγανακτισμένων… θα βρει την ευκαιρία να αποκτήσει και κοινωνική ατζέντα… Η υπεράσπιση του λαού και η προάσπιση του ελληνικού πολιτισμού, η αντίσταση στην «υποκουλτούρα» και η αντίσταση στην οικονομική υπωδούλωση, παντρεύτηκαν σε μιαν ενιαία αφήγηση της αφύπνισης και της σωτηρίας.

Ο Ηγέτης πρέπει να ξέρει πως υπάρχουν 2 τρόποι επιβολής: Ο νόμος και η βία. Ο πρώτος ταιριάζει στους ανθρώπους, η δεύτερη στα κτήνη. Πολλές φορές όμως, επειδή δεν επάρκεί ο πρώτος, προσφεύγουμε στη δεύτερη. Είναι απαραίτητο στον Ηγέτη να ξέρει να παίζει καλά και τον ρόλο του ανθρώπου και τον ρόλο του κτήνους. Αυτό καλύτερα από όλους το είπαν οι αρχαίοι Έλληνες. Γι’ αυτό γράψανε ότι τον Αχιλλέα, αλλά και πολλούς άλλους αρχαίους ηγεμόνες τούς δώσανε για ανατροφή και διδασκαλία στον κεύνταυρο Χείρωνα, που ήταν μισός άνθρωπος και μισός κτήνος. […]
Η κακή χρήση της βίας γίνεται, είτε από δειλία του Ηγέτη είτε από ανικανότητα να διοικήσει. Η καλή χρήση της βίας τις περισσότερες φορές αποδίδει για όλους, ενώ η κακή χρήση της οδηγεί στο να χάσει ο Ηγέτης την εξουσία του. Όταν ο Ηγέτης κάνει τις ωμότητες στην αρχή και όλες μαζί, στη συνέχεια οι πράξεις του φαίνονται ως ευεργεσίες και σταδιακά δημιουργείται κλίμα ασφάλειας στους εξουσιαζόμενους. Στην αντίθετη περίπτωση, κρατά συνέχεια στο χέρι το μαχαίρι και δε μπορεί να στηριχθεί στους εξουσιαζόμενους, επειδή από φόβο δεν μπορούν κι εκείνοι να τον εμπιστευτούν. Οι ωμότητες πρέπει να γίνονται όλες μαζί ώστε η γεύση τους να διαρκεί όσο γίνεται λιγότερο, ενώ οι ευεργεσίες πρέπει να γίνονται σταδιακά ώστε η γεύση τους να διαρκεί περισσότερο.

Κάναμε για πάρα πολύ καιρό κατάχρηση μιας συγκεκριμένης απεικόνισης της ιστορίας που την περιορίζει σε μια σειρά πολέμων, λες και τα στρατιωτικά κατορθώματα ήταν το μόνο επίτευγμα κάθε χώρας. Από υπερεθνική και παγκόσμια σκοπιά, αυτή η αντίληψη για την ιστορία ως ιστορία του πολέμου καταλήγει σε πλήρη παραλογισμό. Λαοί, στρατοί , επιτίθενται σε άλλους λαούς, σε άλλους στρατούς, αρχιστράτηγοι νικούς άλλους, πόλεις καταστρέφονται, χώρες μεγαλώνουν, ύστερα ξαναμικραίνουν, αυτοκρατορίες επεκτείνονται ή συρρικνώνονται, η μία μετά την άλλη σε μια ατέρμονη διαδοχή χωρίς ανιούσα γραμμή, χωρίς θέα του συνόλου.
Δίπλα όμως σ’ αυτήν την ιστορία, υπάρχει ευτυχώς και μια άλλη, αυτή της ανθρωπότητας, της οικοδόμησης του πνευματικού πολιτισμού, των μεγάλων εφευρέσεων, των ανακαλύψεων, της ηθικής, επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου. Ενώ η απλή ιστορία των πολέμουν στο σύνολοτους, καταλήγει να περιγράφει μόνο μια αδιάκοπη διαδοχή απο σκαμπανεβάσματα, η ιστορία του πνευματικού πολιτισμού περιγράφει μια ασυγκράτητη άνοδο που οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερα ύψη. […]
Στην ιστορία των πολέμων, οι λαοί παρουσιάζονται μόνο ως εχθροί, αλλά στην ιστορία του πνευματικού πολιτισμού φαίνονται σαν αδέρφια: αυτή τους βοηθάει να καταλάβουν πώς μία χώρα γονιμοποίησε μια άλλη, πώς οι ανακαλύψεις συμπληρώθηκαν από άλλους, πώς για να το πούμε έτσι, ρεύματα δημιουργικότητας κυκλοφορούν από τον έναν λαό στον άλλον και πώς κάθε επιτυχία συμβάλλει στο κοινό καλό, εν αντιθέσει με τα στρατιωτικά κατορθώματα.
Η γενιά μας έμαθε στο σχολίο για τον Ξέρξη, τον Δαρείο, τον Καμβύση- τρεις βάρβαρους που μας αφήνουν παγερά αδιάφορους- περισσότερα από όσα έμαθε για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, τον Αλεσσάντρο Βόλτα, τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, τους αδερφούς Μονγκολφιέ και τον Γουτεμβέργιο. Έπρεπε να μαθαίνουμε απέξω τις λεπτομέρειες της παραμικρής μάχης, αλλά δεν υπήρχε στα βιβλία μας ούτε μια αράδα για τους κατασκευαστές των πρώτων σιδηροδρόμων ή για τους εφευρέτες της νέας χημείας. […]
Και όσο περισσότερο η τεχνολογική αριστεία όχι μόνο δοξάζει ένα έθνος αλλά κατοχυρώνει την ασφάλεια του, τόσο πιο πολύτιμο μοιάζει το να εκπαιδεύσουμε εγκαίρως μια γενιά ικανή να αισθάνεται θαυμασμό για τον εφευρέτη στο εργαστήριο του και για τον ιδιοφυή οργανωτή στο γραφείο του, θαυμασμό για τον Έντισον, τον Μαρκόνι, τον Αϊστάιν – μια γενιά που θεωρεί τον καλλιτέχνη και τον διανοούμενο τα καινούργια πρότυπα προς μίμηση με όλη την ενέργεια της ψυχής της.

Οπότε ας σοβαρευτούμε – ας διευκρινίσουμε κάποια πράγματα για τους τακτικούς θαμώνες του Condè. Ήταν όλοι τους ανάμεσα στα δεκαεννιά και τα εικοσιπέντε, εκτός από μερικούς όπως ο Μπαμπιλέ, ο Ανταμόφ ή ο γιατρός Βαλά που κόντευαν σιγά σιγά τα πενήντα, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία στην ηλικία τους. Ο Μπαμπιλέ, ο Ανταμόφ και ο Γιατρός Βαλά ήταν πιστοί στη νιότη τους, σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να του δώσουμε το ωραίο, μελωδικό και παρωχημένο όνομα «μποέμ». Ψάχνω στο λεξικό. «Μποέμ: Άτομο που διάγει ζωή περιπλανώμενη, χωρίς κανόνες και χωρίς έγνοιες για το αύριο». Να ένας ορισμός που ταίριαζε απόλυτα σε όσους και όσες σύχναζαν στο Condè.

Αυτή την κούπα ο θρύλος λέει πως την είχε αφήσει στη βρύση ένας καβαλάρης απ’ την Άρτα, που δυο αιώνες πριν κάλπαζε γοργά για το σπίτι με τους μανδραγόρες στο Βλάσσι, όπου θα τα ‘βαζε με τα χρόνια και τον γερο-Θάνατο τον ίδιο. Είχε σταθεί στη βρύση να πιει νερό και της γύρεψε την καλή τύχη, υποσχόμενος πως, αν γύριζε ζωντανός, θα της χάριζε την ασημένια κούπα του, που όποιος έπινε απ’ αυτή δεν λογούσε τα επόμενα εκατό χρόνια, ήταν σαν να μην τον έπιαναν. Δεν είπε τίποτα η βρύση αλλά το νερό γαργάρωσε, κι ο καβαλάρης επέστρεψε θριαμβευτής από το Βλάσσι και αφιέρωσε την κούπα του στη βρύση της Αντάρας. Ούτως ή άλλως δεν την χρειαζόταν πια, γιατί πλέον ήταν αυτός που κυνήγαγε τα χρόνια κι όχι το αντίστροφο, όπως γίνεται με τους κανονικούς ανθρώπους.  Από τότε, όποιος πίνει από τη βρύση παίρνει λίγη από τη μαγεία της κούπας, και κρύβεται από κάποια χρόνια που τον περιμένουν. Όχι όσα παλιότερα, αλλά αρκετά ώστε να κρατήσει μακριά τα γηρατειά για μία ή δύο δεκαετίες ακόμη.