Ο χρόνος κυλάει πολύ γρήγορα ενώ εσύ θες να τον απολαμβάνεις όσο είναι δυνατόν περισσότερο. Είναι και αυτό που άκουσες πρόσφατα, το «Καμία άλλη μέρα δε θα είσαι τόσο νέος όσο σήμερα» που σε ταρακούνησε λιγάκι.
Αλλάζοντας κανάλι, φέρνεις το τηλεκοντρόλ κάτω από τη μύτη. Ξαφνικά μυρίζεις τη κούρμπα με τη λυχνία που έχει μπροστά. Η μυρωδιά του συγκεκριμένη πλαστικού σού φέρνει στη μνήμη ένα τάβλι στο σπίτι των θείων στο νησί με κάτι πούλια περίεργου χρώματος. Ό,τι ακολούθησε ήταν απλώς μοιραίο…
Τα Καλοκαίρια σπίτι τους, τα χαλαρά μποξεράκια που ήρθαν τότε στη μόδα, ο μεγάλος ξάδερφος αποκοιμισμένος δίπλα σ’ ένα βιβλίο του Ξανθούλη, ο Πιπινέλης, τα πρώτα σου κρυφά κλεμμένα τσιγάρα μάρκας 22.
Η οσμή ήταν πάντα το κρυφό σου όπλο. Η οσμή των πραγμάτων. Η προσωπικότητα αντικειμένων και υποκειμένων μέσα από τη μυρωδιά τους. Μπορούσες πάντα να ανακαλέσεις μυρωδιές. Ακόμα και κοιτάζοντας κάποιον μακριά, να διαισθανθείς την οσμή του. Συνειδητοποιείς πως πλέον δε μυρίζεις. Όχι όπως παλιά. Που το Σάββατο είχε μυρωδιά, το ίδιο και το κυριακάτικό ξύπνημα, το Merito («αυτό με τη λαβή»), ο μπαμπάς, η μαμά, το περιοδικό. Ίσως γι’ αυτό η μέρα μίκρυνε.
Στο νου σου επανέρχονται παλιές κρυφές ταυτίσεις: Ένας συγκεκριμένος τύπος χαρτιού που θυμίζει καρπούζι, ο πόλο της μπαταρίας αίμα, η χλωρίνη εκσπερμάτωση…
Να απλωθεί λοιπόν η μέρα σου. Να απλωθεί. Για να την κάνεις τι;
Μπροστά σου, θρασύτατα, ο γυμνός ηλεκτρικός γλόμπος του αποροφητήρα, ακόμα αναμμένος, πληρώνει το comeback δίδυμων μυρωδιών. Η γροθιά σου δε του άφηνει περιθώρια παρά να σε πληρώσει με το ίδιο νόμισμα:
Τσαφφφφφφφ
Πετάει θραύσματα, μια λάμψη και φτύνει καπνό στο πρόσωπο σου. Σαν σουπιά που σου αμολάει τη μελάνι της να θολώσεις και να μη μπορέσεις να ξεφύγεις ούτε καν απ’ το σήμερα…
Σε πετυχαίνει στην εισπνοή.
Όχι ρε πούστη μου, έχει τη γεύση του φιλιού της…
(20/10/11)